20 Απρ 2013

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

 

ΚΟΜΕΠ

ΚΟΜΕΠ Τεύχος: 2005 Τεύχος 2
 
του Κουρτ Γκόσβαϊλερ

ΜΠΡΑΟΥΝΤΕΡΙΣΜΟΣ
ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΥ

Ο Γκεόργκι Δημητρόφ σημειώνει στο ημερολόγιο του[1] υπό ημερομηνία 13 Μάη 1942 το εξής:

«13.5.1942 - Υπέδειξα στην αμερικανική ΚΕ να μην ασχοληθεί με τη στρατολογία ανθρώπων για την αγγλική και αμερικανική μυστική υπηρεσία μέσω της Επιτροπής Βολφ[2]. Οι άνθρωποι αυτοί πρόκειται δήθεν να χρησιμοποιηθούν για αποσυνθετική εργασία στα γερμανικά μετόπισθεν. Η αμερικανική ΚΕ οφείλει να διακόψει κάθε επαφή των Αμερικανών κομμουνιστών με αυτές τις υπηρεσίες, γιατί αυτό διευκολύνει τη διείσδυση πρακτόρων των μυστικών υπηρεσιών στο Κόμμα και βάζει σε κίνδυνο τη δουλιά του αμερικανικού και άλλων κομμουνιστικών κομμάτων»[3].

Για τις ιμπεριαλιστικές υπηρεσίες η κατάσταση έγινε ακόμα πιο ευνοϊκή όταν η Σοβιετική Ενωση, η Αγγλία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ έγιναν σύμμαχοι στον αντι-χιτλερικό Συνασπισμό. Η συναδέλφωση εν όπλοις των στρατών ιμπεριαλιστικών κρατών με τον Κόκκινο Στρατό της Σοβιετικής Ενωσης στον αγώνα ζωής και θανάτου με τους φασίστες εισβολείς ήταν κατάλληλη να κάνει και στις γραμμές των κομμουνιστών και των πολιτών της Σοβιετικής Ενωσης να λησμονηθεί, ότι ο ιμπεριαλισμός ήταν ο ταξικός εχθρός, του οποίου ο στόχος έμενε αμετάβλητα η εξαφάνιση της σοσιαλιστικής Σοβιετικής Ενωσης. Γι’ αυτό είχε σημασία, παρά και ακριβώς λόγω της εν όπλοις συναδέλφωσης με τους ιμπεριαλιστές συμμάχους, να μην εξασθενίσει η ταξική επαγρύπνηση αλλά να δυναμώσει ακόμα πιο πολύ. Η αυστηρή τήρηση της προαναφερθείσας υπόδειξης του Δημητρόφ και η λήψη υπόψη της προειδοποίησής του για επαφές με τις ιμπεριαλιστικές μυστικές υπηρεσίες είχε γίνει ακριβώς τώρα ζωτική για τα κομμουνιστικά κόμματα.

Αλλά ο Δημητρόφ πολύ πιθανά δεν είχε μαντεύσει πόσο πολύ δικαιολογημένη και αναγκαία ήταν αυτή η προειδοποίηση ακριβώς προς τη διεύθυνση του ΚΚ των ΗΠΑ και του γενικού γραμματέα του Ιρλ Μπράουντερ (Earl Browder) ο οποίος, κατέχοντας από το 1929 αυτό το λειτούργημα, απολάμβανε τόση εμπιστοσύνη, ώστε η ΕΕΚΔ (Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς) τον είχε κάνει αντιπρόσωπό της στην Αμερική.

Το Γενάρη του 1940, με την πρόφαση «παραπτώματος διαβατηρίου» ο Μπράουντερ είχε συλληφθεί και καταδικαστεί σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση, αλλά μετά από δύο χρόνια είχε αποφυλακιστεί, πράγμα για το οποίο ο Δημητρόφ στο Ημερολόγιό του παρατηρεί: «17.5.’42 – Είδηση από τη Νέα Υόρκη ότι ο Μπράουντερ αποφυλακίστηκε. Εξήγηση του «Λευκού Οίκου»… προς το συμφέρον της εδραίωσης της ενότητας του εθνικού μετώπου» (σ. 517).

Τότε η αποφυλάκιση του Μπράουντερ εκτιμήθηκε σαν επιτυχία της πλατιάς καμπάνιας του κόμματος για την απελευθέρωσή του[4]. Ομως οι κατοπινές δραστηριότητες του Μπράουντερ, που ανταποκρίνονταν τελείως στην εκδηλούμενη εμπιστοσύνη της κυβέρνησης, αφήνουν να υποτεθεί ότι οι αρχές προθυμοποιήθηκαν να τον απολύσουν, επειδή είχαν κάποιο λόγο να περιμένουν ότι ο Μπράουντερ μετά την απελευθέρωσή του θα συνεισφέρει ουσιαστικά στην «εδραίωση της ενότητας του εθνικού μετώπου». Σε αυτή την υπόθεση οδηγείται κανείς ακόμα περισσότερο, όταν θυμηθεί πόσο αναίσθητη είναι συνήθως η δικαιοσύνη των ΗΠΑ απέναντι σε μαζικές διαμαρτυρίες, και μάλιστα παγκόσμιες. Να σκεφτεί κανείς μόνο τις περιπτώσεις Σάκο και Βαντσέτι και Εθελ και Τζούλιους Ρόζενμπεργκ, και στις μέρες μας τον Μούμια Αμπού Τζαμάλ.

Τι ήταν αυτό, για το οποίο ο Μπράουντερ ανταποκρίθηκε στις επίσημες ελπίδες;

Από τη μια ότι - πολύ πριν από τον Τίτο, τον Χρουστσόφ και τον Γκορμπατσόφ - εισήγαγε στο κομμουνιστικό κίνημα «ιδέες», οι οποίες αργότερα ανήκαν στο κεντρικό περιεχόμενο του «αναθεωρητικού κομμουνισμού» του Τίτο, του Χρουστσόφ και του Γκορμπατσόφ: α) Απάρνηση της αντίληψης του Λένιν για το Κόμμα, β) προπαγάνδιση της απορρόφησης του κομμουνιστικού κόμματος από ένα εθνικό αντιφασιστικό μέτωπο, γ) άρνηση της ανταγωνιστικής αντίθεσης μεταξύ ιμπεριαλισμού και σοσιαλισμού και προσανατολισμός στη διαρκή παράλληλη ύπαρξή τους με συνεργασία εμπιστοσύνης και αμοιβαία βοήθεια.

Από την άλλη ότι χρησιμοποίησε συνεργαζόμενες αγαθοεργές οργανώσεις βοήθειας εξωτερικά μεν ιδιωτικές αλλά με κρατικές αρχές ανάμεσά τους, τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ όπως τη διευθυνόμενη από τον Αλαν Ντάλες OSS (“Office of Strategic Services”), για τη διάδοση της αναθεωρητικής του αντίληψης στους κομμουνιστές πολιτικούς πρόσφυγες των ευρωπαϊκών χωρών, που είχαν ξεφύγει από το φασισμό. Ετσι ενεργούσε συνειδητά ενάντια στην προαναφερθείσα γραμμή, που είχε διαβιβαστεί από την ΕΕ της ΚΔ στην ηγεσία του ΚΚ των ΗΠΑ.

Πώς έγιναν όλα αυτά συγκεκριμένα; Μια αντικειμενική παρουσίαση των σχετικών γεγονότων βρίσκεται στο ήδη αναφερθέν βιβλίο του τότε προέδρου του ΚΚ των ΗΠΑ, Ουίλιαμ Ζ. Φόστερ. Μια άλλη, μεροληπτική παρουσίαση, που καιροσκοπικά διαστρεβλώνει αδίστακτα την αλήθεια, που ωστόσο παρά την πρόθεση του συγγραφέα περισσότερο αποκαλύπτει παρά συγκαλύπτει τον αληθινό ρόλο του Μπράουντερ και του κύριου ήρωά του, του Νόελ Φάιλντ[5] (Noel Fielf), γίνεται στο βιβλίο του Βόλφγκανγκ Κίσλινγκ[6].

Στις δύο αυτές εργασίες στηρίζονται οι απόψεις που ακολουθούν.

Σαν σημείο αφετηρίας για τις ρεβιζιονιστικές του επιθέσεις ο Μπράουντερ διάλεξε τη Διακήρυξη της Διάσκεψης της Τεχεράνης - 28 Νοέμβρη έως 1 Δεκέμβρη 1943 - στην οποία ο Ρούζβελτ, ο Στάλιν και ο Τσόρτσιλ είχαν δηλώσει ότι οι χώρες τους θα συνεργαστούν και μετά τον πόλεμο. Για την ερμηνεία της Διάσκεψης της Τεχεράνης από τον Μπράουντερ ο πρόεδρος του ΚΚ των ΗΠΑ, Φόστερ, έγραψε στο βιβλίο του:

«Ο Ιρλ Μπράουντερ, ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, έβγαλε το εσπευσμένο συμπέρασμα ότι η μεταπολεμική ενότητα που οι «τρεις Μεγάλοι» στην Τεχεράνη τη χαρακτήρισαν σαν επιθυμητή, συμφωνήθηκε πραγματικά και ότι γι’ αυτό η ειρήνη και η συνεργασία μετά τον πόλεμο είναι εγγυημένες. Είχε τη γνώμη ότι οι κυρίαρχοι κύκλοι του αμερικανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου ενδιαφέρονται για μια ειρηνική συνύπαρξη και φιλικό συναγωνισμό με την ΕΣΣΔ… Ο Μπράουντερ… ανέλαβε να συγκεκριμενοποιήσει το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτής της φανταστικής συμφωνίας της Τεχεράνης. Αυτό το έκανε το Γενάρη του 1944, σε μια σύνοδο της Εθνικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Νέα Υόρκη. Αργότερα ανέπτυξε τη θέση του διεξοδικά στο βιβλίο του: «Τεχεράνη: Our Path in Piece and War…». «Ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός» είπε ο Μπράουντερ «άρχισαν να βρίσκουν τον ίδιο δρόμο για την ειρηνική συνύπαρξη και για συνεργασία στον ίδιο κόσμο»… Ο Μπράουντερ ισχυρίστηκε ότι είναι το βλακωδέστερο λάθος να υποθέσει κανείς ότι τα αμερικανικά συμφέροντα, ακόμα και αυτά του αμερικανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου, δε συμβιβάζονται καθόλου με την αναπόφευκτη λαϊκή επανάσταση στην Ευρώπη. Εξίσου εύκολο θεώρησε το ζήτημα της αντι-αποικιοκρατικής επανάστασης. Τα συμφέροντα του κέρδους, έτσι επιχειρηματολόγησε, εξανάγκασαν ολοφάνερα τον αμερικανικό καπιταλισμό να δημιουργήσει μεγάλες αγορές στις αποικιοκρατούμενες και ημιαποικιοκρατούμενες χώρες. Κατά συνέπεια μια συμφωνία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας για την απελευθέρωση, εκβιομηχάνιση και τον εκδημοκρατισμό αυτών των περιοχών θα είναι πραχτική (μάλιστα αναπόφευκτη)… Ο Μπράουντερ εξήγησε ότι οι «φρόνιμοι» καπιταλιστές θα προκαλούσαν την εθνική ενότητα στη βάση όλων των αντιλήψεών του – ανοχή των επαναστάσεων στην Ευρώπη και στις αποικίες, διπλασιασμός των ημερομισθίων, κατάργηση του αντισιμιτισμού και της δίωξης των Νέγρων – ανάλογα με τα δικά τους «αληθινά ταξικά συμφέροντα». Στον ενθουσιασμό του για μια εθνική ενότητα στη βάση της συνεργασίας των τάξεων εξήγησε σε λόγο του στο Bridgeport (του Κονέκτικατ) στις 12 Δεκέμβρη 1943: «Αν ο Τζ. Π. Μόργκαν (στο πνεύμα της Τεχεράνης) υποστηρίξει αυτόν τον συνασπισμό και κάνει ανάλογες παραχωρήσεις, εγώ σαν κομμουνιστής είμαι πρόθυμος να του σφίξω το χέρι και να συνοδοιπορήσω μαζί του για να τον πραγματοποιήσουμε».

Η εθνική ενότητα του Μπράουντερ προϋπόθετε επίσης ότι οι εργάτες θα συμβιβάζονταν χωρίς επιφύλαξη με το δικομματικό σύστημα στις εκλογές. Είπε: «Η εργατική τάξη συμμερίζεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό τη γενικά διαδομένη στο έθνος άποψη ότι αυτό το «δικομματικό σύστημα» προσφέρει εύλογες δυνατότητες για να προστατεύσει ουσιαστικά τα δημοκρατικά δικαιώματα».

Μια και ο Μπράουντερ αποδέχτηκε τον καπιταλισμό, τη συνεργασία των τάξεων και το δικομματικό σύστημα και εγκατάλειψε τον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα του νέγρικου λαού, ήταν λογικό ότι θεωρούσε το κομμουνιστικό κόμμα περιττό. Ετσι ζήτησε τη διάλυσή του και την ίδρυση μιας κομμουνιστικής οργάνωσης εκπαίδευσης. Αυτή η οργάνωση δε θα εξέθετε δικούς της υποψήφιους σε εκλογές και θα είχε «υπερκομματικό χαρακτήρα». Θα συνέχιζε να εργάζεται μέσα στις μάζες στο πνεύμα του «μαρξισμού». Για το λενινισμό, το μαρξισμό των καιρών μας, δεν γινόταν καθόλου πια λόγος.

Αυτός λοιπόν είναι ο χαρακτηρισμός των θεωριών και της πραχτικής του Μπράουντερ από τον Ουίλιαμ Ζ. Φόστερ. Και αυτά πληροφορούμαστε από τον Κίσλινγκ για το ίδιο αντικείμενο:

«Ο Μπράουντερ βρήκε τη Δήλωση (της Τεχεράνης) εξαρτημένη από τη στιγμή και το σκοπό και ευκολόπιστη. Αυτός που γνώριζε ακριβώς όχι μόνο τη χώρα του και τις κοσμοκρατορικές επιδιώξεις των ΗΠΑ αλλά και την οικονομία, το κράτος και το κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης και την επιδίωξη του Στάλιν να διευρύνει τη Σοβιετική Ενωση καθαρά εξουσιαστικά με την προσάρτηση ξένων εδαφών, όπως της Πολωνίας, της Φινλανδίας, των Βαλτικών χωρών και στα Βαλκάνια και αυτό να το παραστήσει σαν σοσιαλιστικές νίκες, σαν λαϊκή επανάσταση, συλλογίστηκε τι έπρεπε να γίνει πραγματικά, ώστε να υλοποιηθεί η Δήλωση της Τεχεράνης, όχι μόνο με την άποψη της μιας από τις δύο πλευρές» (σελ. 100).

Με αυτή τη φράση ο Κίσλινγκ ξεκαθάρισε όχι μόνο το δικό του αναθεωρητισμό, αντισοβιετισμό, αλλά και του ήρωά του Μπράουντερ. Αλλά ας διαβάσουμε παρακάτω: «Ο Μπράουντερ… ήταν υπεύθυνος για το κομμουνιστικό κόμμα στην οικονομικά και στρατιωτικά ισχυρότερη καπιταλιστική χώρα στον ερχόμενο κόσμο μετά το Χίτλερ. Και ήταν έτοιμος να αναλάβει αυτή την ευθύνη ήδη τώρα και να μην περιμένει κατευθυντήριες γραμμές από τη Μόσχα οι οποίες, αυτό το είχαν δείξει οι εμπειρίες του με την Κομιντέρν, δίδονταν πάντα σύμφωνα με το σοβιετοκρατικό συμφέρον και όχι και το εθνικό κριτήριο των κομμουνιστών των ΗΠΑ. Ο Μπράουντερ δεν άφηνε πια να παραπλανηθεί από το γεγονός ότι ο ρωσικός εθνικισμός διακηρύσσεται σαν προλεταριακός διεθνισμός».

Το τι κρύβεται αληθινά πίσω από την επίκληση των «εθνικών κριτηρίων» από τους αναθεωρητές, ο Βόλφγκανγκ Κίσλινγκ ήξερε να το πει όταν, όντας ακόμα συνεργάτης του Ινστιτούτου Μαρξισμού-Λενινισμού της ΚΕ του ΕΣΚΓ, σε άρθρο του στην «Νόιες Ντόϊτσλαντ» στις 6 Σεπτέμβρη 1968 με τον τίτλο «Ο εθνικισμός σαν «εκρηκτικό μέσο», έγραφε πολύ πετυχημένα ενάντια στους «μεταρρυθμιστές της Πράγας»: «Οι αναθεωρητές και οι αντεπαναστάτες των ημερών μας θέλουν να σβήσουν από τη μνήμη των λαών ότι χάρη στη Σοβιετική Ενωση αποκαταστάθηκε η κρατική ανεξαρτησία της Τσεχοσλοβακίας και άλλων χωρών... Οταν το δηλητήριο του εθνικισμού διεισδύει στη συνείδηση ηγετικών στελεχών ενός σοσιαλιστικού κράτους, όταν μικροαστικοεθνική πνευματική στειρότητα κερδίζει επιρροή στην κρατική πολιτική, τότε προσφέρονται δυνατότητες στον εξωτερικό ιμπεριαλισμό και στην εσωτερική αντεπανάσταση. Οχι τυχαία ο Λένιν εξήρε την αναγκαιότητα του «ασυμφιλίωτου αγώνα ενάντια στην μόλυνση του προλεταριάτου με αστικό εθνικισμό, έστω κι αν είναι στην πιο εξευγενισμένη μορφή του».

Στο μεταξύ ο Κίσλινγκ άλλαξε μέτωπο και έγινε θαυμαστής του Μπράουντερ και γι’ αυτό μπόρεσε να συμμεριστεί πλήρως τα προβλήματα που αυτός διατυπώνει: «Η μέγιστη δυσκολία» έγραψε στο βιβλίο του, «ήταν γι’ αυτόν να δημοσιοποιήσει τα λεπτά προβλήματα και να τα παρουσιάσει έτσι, ώστε να μην μπορεί να παρερμηνευτεί ούτε στις ΗΠΑ ούτε στη Σοβιετική Ενωση» (σελ. 100). Αυτή είναι η δυσκολία μπροστά στην οποία βρίσκονται όλοι οι «ρεφορμοκομμουνιστές», από τον Τίτο στον Χρουστσόφ και τον Γκορμπατσόφ, ως αυτούς στις σημερινές μέρες, στο πώς δηλαδή οι «ρεφορμοσοσιαλιστές» το πέρασμά τους από τον αγώνα για το σοσιαλισμό και κατά του καπιταλισμού, στην προδοσία του σοσιαλισμού και την υπεράσπιση του καπιταλισμού «να τα παρουσιάσουν έτσι», ώστε να μην αναγνωρίζονται από τα απλά μέλη και τους συμπαθούντες σαν προδοσία και αλλαγή μετώπου.

Ο Μπράουντερ για ένα διάστημα το κατάφερε αυτό έξοχα. Οπως μαθαίνουμε από το Φόστερ, ο Μπράουντερ στις 7 Γενάρη 1944 εκφώνησε λόγο μπροστά σε 500 περίπου κομματικά στελέχη, όπου ανάπτυξε τις θέσεις του για τη σημασία της Διακήρυξης της Τεχεράνης[7]. Τρεις μέρες αργότερα στις 10 Γενάρη 1944, ο Μπράουντερ μίλησε σε μεγάλη συγκέντρωση στη Νέα Υόρκη, όπου προχώρησε πολύ περισσότερο - πράγμα που ο Κίσλινγκ το επαίνεσε σαν μεγάλη πρόοδο: «Εντυπωσιακό ήταν το συμπέρασμά του για το ΚΚ των ΗΠΑ, για την οργανωτική δομή του και την πολιτική του εντολή… Ο Μπράουντερ πρότεινε, η Κομμουνιστική οργάνωση οφείλει να σταματήσει να χαρακτηρίζεται σαν κόμμα και αντί γι’ αυτό να φέρει ένα όνομα «το οποίο θα χαρακτηρίζει καλύτερα το ρόλο του σαν τμήμα μιας μεγαλύτερης ενότητας του έθνους, ένα όνομα όπως Commounist Political Association (Κομμουνιστική Πολιτική Ενωση») (σελ. 101).

Αλλά και άλλα συστατικά των ιδεών του μπορούσε κανείς να τα ονομάσει «εντυπωσιακά» - σαν ιδέες ενός ηγέτη των κομμουνιστών των ΗΠΑ – δηλαδή τη φροντίδα του για την τοποθέτηση περίσσιων εμπορευμάτων και περίσσιου κεφαλαίου του «αμερικάνικου κοινωνικού κόσμου», που τη διατύπωσε με τα ακόλουθα λόγια: «Οταν τελειώσει ο πόλεμος, η Ευρώπη και η Ασία, περισσότερο παρά ποτέ, θα λαχταρούν αμερικανικά εμπορεύματα και αμερικανικό κεφάλαιο… Οι προοπτικές για εξαγωγές και για επενδύσεις για τον αμερικανικό εμπορικό κόσμο βρίσκονται σε άμεση σχέση με την εκπλήρωση του προγράμματος της Τεχεράνης».

Το σχόλιο του Κίσλινγκ γι’ αυτές τις ιδέες του Μπράουντερ είναι: «Χωρίς να ερωτηθεί γι’ αυτό από τη σοβιετική πλευρά, ο Αμερικανός διεθνιστής (;!) Ιρλ Μπράουντερ της έδωσε, ακόμα πριν το τέλος του πολέμου, έμμεσα τη σύσταση… για την ανοικοδόμηση της καταστραμμένης αυτής χώρας να πάρει αμερικανικές πιστώσεις» (σελ. 102, συνέχεια).

Για την προεξοφλημένη αποδοχή των περεστροϊκών ιδεών του Μπράουντερ, ο Κίσλινγκ αναφέρει:

«Στο 12ο Συνέδριο του ΚΚ ΗΠΑ το Μάη του 1944 οι προτάσεις του Μπράουντερ έγιναν αποδεκτές και η εργασία συνεχίστηκε με το νέο όνομα και με αλλαγμένη οργανωτική δομή. Η Κομμουνιστική Ενωση στις ΗΠΑ είχε αποσυνδεθεί από τις αρχές ενός μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος σταλινικής μορφής. Ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» με τις δικτατορικές του εξουσιοδοτήσεις της ηγεσίας σε όλα τα επίπεδα και η προσανατολισμένη στο ΚΚΣΕ ευθυγράμμιση της ενότητας και καθαρότητας της κομματικής ιδεολογίας είχαν αρθεί… Στο λόγο του στις 10 του Γενάρη ο Μπράουντερ είχε πει: « Ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός άρχισαν να βρίσκουν το δρόμο της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας στον ίδιο κόσμο, χωρίς ο ένας να φοβάται τον άλλο. Οταν σκεφτεί κανείς ότι ήταν αυτός ο διαρκής φόβος του ενός από τον άλλο, που δημιούργησε εχθρότητα από τη στιγμή που δημιουργήθηκε η Σοβιετική Ενωση, τότε η νέα εποχή της συνεννόησης που ανοίχτηκε με την Τεχεράνη υπερέχει από όλες τις άλλες της ιστορίας… Γιατί τι θα ήταν η εναλλακτική της Τεχεράνης λύση; Θα ήταν ένα σκοτεινό, αβέβαιο μέλλον, που θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο και σε διεθνείς πολέμους» (σελ. 101).

Οποιος θυμάται ακόμα τους λόγους του Χρουστσόφ και του Γκορμπατσόφ, θα αναγνωρίσει αμέσως ότι ο Μπράουντερ άφησε να ηχήσει επιτήδεια εκείνο το κύριο σύνθημα για το κέρδισμα της συμπάθειας και της εμπιστοσύνης των μαζών, το οποίο γνώριζαν να παίζουν με μαεστρία και οι δύο, ώστε στην αρχή να επευφημηθούν από τις μάζες με ενθουσιασμό σαν φορείς της ειρήνης - το σύνθημα: «Ποτέ πια πόλεμος! Ειρήνη για πάντα!».

Ετσι ο Μπράουντερ είχε κατ’ αρχήν μια αποφασιστική επιτυχία. Μάταια ο Φόστερ σε γράμμα του στην Εθνική Επιτροπή του κόμματος στις 20 Γενάρη 1944 υπέβαλε τις οπορτουνιστικές απόψεις του Μπράουντερ στον τομέα της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής σε οξύτατη κριτική και χαρακτήρισε το κεντρικό περιεχόμενό τους ως εξής: «Σε αυτή την παρουσίαση ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός πραχτικά εξαφανίζεται, από τον ταξικό αγώνα δεν μένει σχεδόν κανένα ίχνος και ο σοσιαλισμός πραχτικά δεν παίζει γενικά κανένα ρόλο»[8].

Από το 1956, από την έκδοση του βιβλίου του Φόστερ στη ΓΛΔ, μπορούσε κάθε ενδιαφερόμενος στη χώρα μας καιέπρεπε ένας ιστορικός του ηγετικού επιστημονικού ινστιτούτου του ΕΣΚΓ, όπως ο Κίσλινγκ, που ασχολήθηκε με την ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ, να γνωρίζει ότι ο πρόεδρος του ΚΚ ΗΠΑ, Φόστερ, πήρε αποφασιστική και οξεία θέση ενάντια στις δηλώσεις του γενικού γραμματέα Μπράουντερ, αμέσως μετά τους λόγους του Μπράουντερ το Γενάρη του 1944.

Του Κίσλινγκ όμως φαίνεται να του ξέφυγε αυτό τελείως κατά τις μελέτες του, γιατί όχι μόνο δεν αναφέρει τίποτα γι’ αυτό αλλά και γράφει ρητά ότι και ο Φόστερ ενέκρινε τις θέσεις του Μπράουντερ. Και ότι μόνο τον Απρίλη του 1945, ισχυρίζεται, αφού ο Ζακ Ντικλό πολέμησε τις θέσεις του Μπράουντερ σαν επικίνδυνες αποκλίσεις, πήρε και ο Φόστερ θέση εναντίον τους (σελ. 103, 106).

Ας συγκρατήσουμε όμως τούτο: Ο ίδιος ο Κίσλινγκ λέει χωρίς περιστροφές και βρίσκει λόγια υψίστης αναγνώρισης για το γεγονός ότι ο Μπράουντερ στους λόγους του και στα γραπτά του συνειδητά και θελημένα ανάπτυξε αντισχέδια ενάντια στη μαρξιστικο-λενινιστική σύλληψη για το κόμμα και ενάντια στη μαρξιστική στοιχειώδη γνώση για την ανταγωνιστική αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού και τα έθεσε σαν βάση για την πολιτική του ΚΚ των ΗΠΑ.

Οπως βλέπουμε, ο Μπραουντερισμός αποτελεί την αμερικανική αρχέτυπη μορφή του «μοντέρνου αναθεωρητισμού». […]

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ

Η προειδοποίηση του Δημητρόφ που αναφέρθηκε στην αρχή ήταν πολύ δικαιολογημένη. Βάση της ήταν μια εμπειρία δεκαετιών. Οσο υπάρχει επαναστατικό εργατικό κίνημα θα πρέπει να προσπαθεί να αποκρούει προσπάθειες των οργάνων της κυρίαρχης τάξης να βάλουν το κίνημα υπό διαρκή παρακολούθηση και αποσύνθεση από τα μέσα, μέσω της εμφιλοχώρησης ανθρώπων εμπιστοσύνης τους σαν πληροφοριοδοτών και προβοκατόρων. Σαν συνέπεια της εγκαθίδρυσης της φασιστικής δικτατορίας στη Γερμανία δημιουργήθηκαν για τις ιμπεριαλιστικές μυστικές υπηρεσίες δυνατότητες με εντελώς νέες μορφές και με πολλαπλά μεγαλύτερη έκταση από ό,τι έως τότε, για να δραστηριοποιηθούν σε αυτόν τον τομέα και να σημειώσουν επιτυχίες.

Οι Γερμανοί και οι κομμουνιστές από τις κατακτημένες χώρες που εξαναγκάσθηκαν από τους φασίστες στην πολιτική προσφυγιά, όσοι από αυτούς πέτυχαν να φύγουν στο δυτικό εξωτερικό ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους άποροι και χρειάζονταν επειγόντως αλληλέγγυα βοήθεια.

Αυτή η βοήθεια τους δόθηκε φυσικά από τους συντρόφους των κομμουνιστικών κομμάτων των χωρών υποδοχής, αλλά και από συμπαθούντες, από αντιφασίστες, όπως και από μέλη αστικοδημοκρατικών και χριστιανικών οργανώσεων βοήθειας.

Φυσικά μια από τις αυτονόητες καθημερινές δουλιές των ιμπεριαλιστικών μυστικών υπηρεσιών ήταν να καταγράψουν όσο το δυνατόν ακριβέστερα και να έχουν υπό τον έλεγχό τους όλους τους κομμουνιστές πολιτικούς πρόσφυγες, από όποια χώρα και αν προέρχονταν. Και οι προϊστάμενοι και οι συνεργάτες αυτών των υπηρεσιών δε θα άξιζαν το μισθό τους, αν δε φρόντιζαν να εργάζονται στις διάφορες οργανώσεις βοήθειας και άνθρωποι που θα συνεργάζονταν μαζί τους και θα τους έδιναν τις πληροφορίες που επιθυμούσαν.

Πολύ πιο ευνοϊκές υπήρξαν οι δυνατότητες αυτών των υπηρεσιών να διεισδύσουν στις γραμμές των κομμουνιστών και άλλων αντιφασιστών αγωνιστών, δεδομένου ότι δεκάδες χιλιάδες από αυτούς έσπευσαν να πάνε στην Ισπανία για να βοηθήσουν την Ισπανική Δημοκρατία στην υπεράσπιση κατά του πραξικοπηματία Φράνκο και των Γερμανών και Ιταλών εισβολέων.

Η Σοβιετική Ενωση ήταν το μοναδικό κράτος που βοήθησε την Ισπανική Δημοκρατία με την αποστολή εθελοντών του σοβιετικού στρατού, με την προμήθεια τροφίμων και όπλων.

Τα όργανα της σοβιετικής στρατιωτικής αντικατασκοπίας χρειάστηκε πολύ σύντομα να κάνουν την ίδια διαπίστωση με τον (συγγραφέα της ΓΛΔ) Λούντβιχ Ρεν, επιτελάρχη της 11ης Διεθνούς Ταξιαρχίας, που την περιγράφει στο βιβλίο του «Ο ισπανικός πόλεμος»[9] διεξοδικά, ότι δηλαδή μέσα στα τμήματα του ισπανικού δημοκρατικού στρατού υπήρχαν τροτσκιστικές δυνάμεις που ανέπτυσσαν ζωηρή δραστηριότητα και είχαν σύνδεση με ξένες μυστικές υπηρεσίες. Το αποκορύφωμα των εχθρικών ενεργειών τους που βοήθησαν άμεσα τον Φράνκο, ήταν η πραγματοποίηση μιας εξέγερσης στη Βαρκελώνη το Μάη του 1937. Ο Λούντβιχ Ρεν στο βιβλίο του (σ. 269) δημοσιεύει σχετικά την έκθεση ενός αξιωματικού της αντικατασκοπίας του ισπανικού δημοκρατικού στρατού:

«Στη Βαρκελώνη οι τροτσκιστές και ένα μέρος των αναρχικών έκαναν μια κανονική εξέγερση κατά της δημοκρατικής κυβέρνησης. Σε αυτή απότυχαν. Ηδη στις αρχές της ανάκρισης εξακριβώθηκαν τα πιο απίστευτα πράγματα. Το POUM (Partido Obero de Unificacion Marxista = Εργατικό Κόμμα της Μαρξιστικής Ενωσης - Κ. Γκ.), δηλαδή οι τροτσκιστές, είχαν στο μέτωπο της Αραγκόν μια ταξιαρχία. Εκεί δεν πολεμούσαν ενάντια στους φασίστες. Ευτυχώς τον αρχηγό του Πουμ, με το όνομα Αντρες Νιν μπορέσαμε να τον συλλάβουμε. Οσον αφορά στην επιζήμια εργασία της ταξιαρχίας, δεν έχουμε τις αποδείξεις, αλλά υποθέτουμε ότι σχετίζεται με αυτή την εξέγερση. Δεν επιτρέπεται να μιλήσουμε ανοιχτά γι’ αυτά τα πράγματα, γιατί στο παιχνίδι είναι αναμιγμένες ξένες δυνάμεις, που θέλουν με μεγάλη ευχαρίστηση να παραδώσουν την Ισπανία στους φασίστες, για να κάνουν μια χάρη στον Χίτλερ – και φυσικά από μίσος ενάντια στη Σοβιετική Ενωση. Πιστεύω ότι ο Ράμος, ο Νίκοτ και άλλοι, εν μέρει σε αρκετά υψηλές στρατιωτικές θέσεις, είναι πράκτορες που πιθανώς με γαλλο-αγγλική εντολή επρόκειτο να υποστηρίξουν την εξέγερση στη Βαρκελώνη με σαμποτάζ σε άλλα μέτωπα».

Σε άλλο σημείο (σ. 275) ο Λούντβιχ Ρεν γράφει: «Σιγά-σιγά έγιναν γνωστές λεπτομέρειες για την εξέγερση στη Βαρκελώνη. Αρχηγός της ήταν ο Αντρες Νιν, που παλιότερα είχε υπηρετήσει σαν ιδιωτικός γραμματέας του Τρότσκι. Ηταν προϊστάμενος του Πουμ. Το κόμμα αυτό συντίθενταν από το φαινομενικά ριζοσπαστικό Αγροτικό Κόμμα κάποιου Maurin και από τους πραγματικούς τροτσκιστές. Αυτοί καταπολεμούσαν το ισπανικό Λαϊκό Μέτωπο και τη Σοβιετική Ενωση και ύβριζαν και τους δύο ότι είχαν αποκλίνει από τον επαναστατικό δρόμο. Τα σημαντικότερα συνθήματά τους ήταν: Πλήρης κοινωνική επανάσταση. Κολεκτιβοποίηση της γεωργίας. Εδώ συναντιόνταν με τη ριζοσπαστική πτέρυγα των αναρχικών, που μόνο για τα μάτια σύμπραττε στο Λαϊκό Μέτωπο».

Για τον επαίσχυντο ρόλο του Maurin, που αναφέρει ο Λούντβιχ Ρεν, ο Φριτς Τέπιχ, δημοσιογράφος, πρώην αξιωματικός του ισπανικού δημοκρατικού στρατού, έχει γράψει μια διεξοδική έκθεση με τον τίτλο: «Η περίπτωση Maurin (Μια ματιά σε μια αυτοπαρουσίαση - Πουμ και το Κόμμα του Φράνκο)» που προκάλεσε - πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς - σφοδρή τροτσκιστική αντεπίθεση[10].

Οι αναθεωρητές και οι τροτσκιστές συγγραφείς που μιλάνε για τον ισπανικό πόλεμο δεν παραλείπουν ποτέ να κατηγορούν τη σοβιετική αντικατασκοπία για τις χειρότερες μεθόδους και να καταγγέλλουν τη Σοβιετική Ενωση ότι παρακολούθησε με δυσπιστία τους δικούς της μαχητές στην Ισπανία μετά την επιστροφή τους στη Σοβιετική Ενωση, αντί να τους τιμήσει. Αλλά η εικόνα θα ήταν ολοκληρωμένη σωστά, αν ανέφεραν επίσης για το ποιος είδε τους μαχητές στην Ισπανία σαν δυνάμει συμμάχους κατά της Σοβιετικής Ενωσης και επιδίωξε να τους χρησιμοποιήσει με αυτό το πνεύμα σαν όργανά του. ΄Η μήπως, για το ότι υπάρχει σύμπτωση στα ακόλουθα γεγονότα, πρέπει να ισχύσει ο λόγος: «Είναι παλιάνθρωπος, όποιος εδώ σκέφτεται κάτι κακό;».

 

ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΣΠΑΝΟΜΑΧΟΥΣ

Από 19-21 Οκτώβρη 1956 έγινε η 8η Ολομέλεια του Πολωνικού Ενοποιημένου Εργατικού Κόμματος.

Στην Ολομέλεια αυτή ο Βλάντισλαβ Γκομούλκα, που το 1948, λόγω αντισοβιετικών τάσεων και λόγω εύνοιας προς τους μεγαλοαγρότες καθώς και για σαμποτάζ κατά της ίδρυσης αγροτικών συνεταιρισμών, είχε καθαιρεθεί από τη θέση του Γενικού Γραμματέα του Πολωνικού Εργατικού Κόμματος, εκλέγεται σε αυτή την Ολομέλεια Γενικός Γραμματέας του ΠΕΕΚ και σε μακρύ λόγο του εξαγγέλλει ένα ανοιχτά αναθεωρητικό και αντισοβιετικό πρόγραμμα. Δυο μέρες αργότερα:

23 Οκτώβρη 1956: Εναρξη της αντεπανάστασης στην Ουγγαρία.

24 Οκτώβρη 1956: Ο Ιμρε Νάγκι ήταν από το 1953 έως το 1955 πρωθυπουργός, αλλά το 1955 λόγω δεξιάς οπορτουνιστικής θέσης της πολιτικής του Κόμματος των Ούγγρων Εργαζομένων έχει καθαιρεθεί και απομακρυνθεί από όλα τα αξιώματά του, όμως, πάνω στο ανυψωμένο κύμα της αντεπανάστασης φτάνει πάλι στην έδρα του πρωθυπουργού. Στις επόμενες μέρες της πρωθυπουργίας του αναπτύσσεται η λευκή τρομοκρατία που φτάνει ως το δολοφονικό κυνηγητό κομμουνιστών, που κατ’ αρχήν φρενάρεται από τα σοβιετικά στρατεύματα που βρίσκονται στη χώρα.

30 Οκτώβρη 1956: Με επιθυμία του Νάγκι τα σοβιετικά στρατεύματα αποσύρονται στους στρατώνες τους.

1 Νοέμβρη 1956: Ο Ιμρε Νάγκι κηρύσσει την έξοδο της Ουγγαρίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και καλεί τις δυτικές δυνάμεις σε βοήθεια «για τη διαφύλαξη της ουδετερότητας της Ουγγαρίας». Η λευκή τρομοκρατία αναζωπυρώνεται και φτάνει σε άγνωστα έως τότε ύψη.

Η ηγεσία της Μόσχας με επικεφαλής τον Χρουστσόφ - παρότι τα σοβιετικά στρατεύματα βρίσκονται στην Ουγγαρία - αφήνει τις λευκές συμμορίες να οργιάζουν επί μέρες. Μόλις στις 4 Νοέμβρη τα σοβιετικά στρατεύματα παίρνουν την άδεια να τερματίσουν το αιματηρό κυνηγητό των κομμουνιστών στην Ουγγαρία.

Στο μεταξύ ο πολωνικός Τύπος που κατευθύνεται από το ΠΕΕΚ του Γκομούλκα χαιρετίζει με ενθουσιασμό την ουγγρική αντεπανάσταση. Σε μια σειρά άρθρων της γερμανόφωνης εφημερίδας του Βρόκλαφ «Εργατική Φωνή» των πρώτων ημερών του Δεκέμβρη του 1956 η ουγγρική αντεπανάσταση πανηγυρίζεται σαν μια «ισχυρή, αυθόρμητη λαϊκή εξέγερση». Η «ουγγρική επανάσταση», γράφει ο αρθρογράφος Ρόμαν Γιούρις, είναι «ένας αγώνας για την ίδια κυριαρχία, όπως σε μας».

Οι παραπέρα εξηγήσεις του ηχούν τόσο οικεία σαν να είναι γραμμένες τις μέρες μας από τον Αντρέ Μπρι[11]: «Αν θέλουμε να ξαγυρίσουμε στο Μαρξ», έγραφε ο Γιούρις, «τότε σοσιαλισμός δε σημαίνει τίποτα περισσότερο από την κοινωνική κυριαρχία πάνω στα μέσα παραγωγής. Δηλαδή δεν είναι η κρατική επιτροπή σχεδίων που διαχωρίζει τη δική μας κοινωνική τάξη πραγμάτων από την καπιταλιστική, αλλά η κοινωνική κυριαρχία στα μέσα παραγωγής… Οι αντικειμενικοί νόμοι απαιτούν να υπάρχουν στην αγορά φυσικά κίνητρα ανάπτυξης: Προ πάντων η παρότρυνση της αξίας και ο συνδεόμενος μαζί της ανταγωνισμός». Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η φράση: «Η Ουγγαρία είναι μια εξέγερση σε διεθνές επίπεδο ενάντια στις σταλινικές παραβιάσεις των αντικειμενικών νόμων εξέλιξης».

Αυτό είναι σαφής ένδειξη ότι η πολωνική ηγεσία την αναθεωρητική, σύμφωνα με την ουσία της, αντεπαναστατική ανατροπή στην Πολωνία και την Ουγγαρία τη θεωρεί σαν αφετηρία παρόμοιων εξελίξεων «σε διεθνές επίπεδο», δηλαδή και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, και εργάζεται προς την κατεύθυνση εξαγωγής της αντεπανάστασής της. Για το ότι αυτά τα γεγονότα τελικά ήταν κατευθυνόμενα από μακριά και από πού, υπάρχουν πολλές ενδείξεις, από τις οποίες εδώ θα παραθέσουμε μόνο δύο.

Σαν πρώτη, μια πρόταση από λόγο του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Φόστερ Ντάλες στις 11 Ιούνη 1956, για τον οποίο το «Αρχείο του παρόντος»[12], γράφει τα εξής: «Ο Ντάλες θεωρεί δυνατή μια απελευθέρωση των δορυφόρων κρατών. Ο Ντάλες προβλέπει ότι δυνάμεις της ελευθερίας, που τώρα ενεργούν πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα, θα αποδειχτούν ασυγκράτητες και θα μπορούσαν να αλλάξουν το διεθνές σκηνικό ως το έτος 1965. Η αντί-Στάλιν καμπάνια και το πρόγραμμα φιλελευθερισμού της έχουν εξαπολύσει μια αλυσιδωτή αντίδραση, η οποία μακροπρόθεσμα δεν μπορεί να συγκρατηθεί».

Οποιος μπορούσε να προφητεύσει με τόση βεβαιότητα διέθετε πολύ εμπιστευτικές πληροφορίες για εσώτατες διαδικασίες στο αντίπαλο στρατόπεδο. Για την απόκτησή τους θα είχε συμβάλει σημαντικά ο αδελφός του, ο αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας των ΗΠΑ Αλαν Ντάλες.

Ενα μήνα αργότερα, στις 18 Ιούλη 1956, από το Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας των ΗΠΑ, πάρθηκε η απόφαση 5608, στην οποία αναφέρεται ότι «στη δοσμένη παγκόσμια πολιτική κατάσταση οι δυνατότητες των ΗΠΑ να προωθήσουν την αποσύνδεση των Ανατολικο-Κεντροευρωπαϊκών κρατών από τη Σοβιετική Ενωση, είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Γι’ αυτό η κυβέρνηση πρέπει να επιδιώξει σε αυτά τα κράτη σαν πρώτο βήμα στο δρόμο προς την αληθινή ανεξαρτησία να υποστηρίξει την ανάληψη της εξουσίας από τις εθνικοκομμουνιστικές πολιτικές δυνάμεις»[13].

Ομως το καθοδηγητικό κέντρο αυτών των «εθνικοκομμουνιστικών δυνάμεων» βρισκόταν στο Βελιγράδι. Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο - που από το 1953 ήταν μέλος του Βαλκανικού Συμφώνου που ανήκε στο σύστημα συμφώνων του ΝΑΤΟ - από το 1955, χάρη στη «συμφιλίωση» ο Χρουστσόφ είχε κάνει όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και τη Σοβιετική Ενωση σύμμαχο του Τίτο - βρισκόταν στην άνετη θέση, χάρη στη συνενοχή του Χρουστσόφ μαζί του, να μαθαίνει από πρώτο χέρι σημαντικές διαδικασίες στο στρατόπεδο των κρατών-μελών του ΣΟΑ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας και να τις διαβιβάζει στον προστάτη του στην Ουάσινγκτον και ηγέτη της συμμαχίας στην οποία πραγματικά ανήκε. Από εκεί το προφητικό χάρισμα του υπουργού Εξωτερικών Ντάλες και ο αναπροσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ δίνοντας προβάδισμα στην «έμμεση στρατηγική», ήδη σε αυτό το χρονικό σημείο, δηλαδή στην «κατάληψη της εξουσίας από τις εθνικοκομμουνιστικές δυνάμεις» στις σοσιαλιστικές χώρες σαν «πρώτο βήμα προς την αληθινή ανεξαρτησία».

Ηταν γι’ αυτό συνεπές το ότι ο Ιμρε Νάγκι μετά την καταστολή της αντεπανάστασης κατέφυγε εκεί όπου ήξερε ότι είναι οι καλύτεροί του φίλοι και ακόμα κάτι περισσότερο: Κατέφυγε στη γιουγκοσλαβική πρεσβεία της Βουδαπέστης! Και ο ρόλος του Τίτο, σαν ανθρώπου που εκπλήρωσε την προφητεία του Φόστερ Ντάλες και εφάρμοσε την απόφαση 5608 του Εθνικού Συμβουλίου των ΗΠΑ, γίνεται εντελώς μονοσήμαντος με τη βοήθεια του λόγου που εκφώνησε στις 11 Νοέμβρη 1956 στην Πούλα για τα γεγονότα στην Ουγγαρία και για τα καθήκοντα και τους στόχους, όπως τα είδε αυτός. Για την Ουγγαρία και την εκεί νέα ηγεσία με επικεφαλής τον Γιάνος Κάνταρ δήλωσε: «Μπορώ να σας πω, ότι γνωρίζω τους ανθρώπους στη νέα κυβέρνηση και ότι αυτοί κατά την αντίληψή μου εκπροσωπούν αυτό που είναι στην Ουγγαρία το πιο αξιοπρεπές… Αλλά η σοβιετική επέμβαση εξασθενίζει αυτό το πρόγραμμα. Πρέπει να τη βοηθήσουμε (την κυβέρνηση) γιατί βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση».

Ιδιαίτερα διαφωτιστικές ήταν οι δηλώσεις του για την Πολωνία: «Αν και με την εσωτερική μας εξέλιξη δεν είμαστε ακόμα τελείως ευχαριστημένοι, όμως, έτσι είμαστε και έτσι θα μείνουμε: και θα επιδράσουμε ακόμα περισσότερο, ώστε αυτοί οι προφήτες και σύμβουλοι να μην έχουν επιτυχία στις προσπάθειες να συγκρατήσουν το προτσές που άρχισε το 1948 στη Γιουγκοσλαβία και τώρα προχωράει στην Πολωνία…

Εξίσου είναι αναγκαίο να εργαστούμε σε στενότατη επαφή με την πολωνική κυβέρνηση και με το κόμμα και να τους βοηθήσουμε όσο μπορούμε. Μαζί με τους Πολωνούς συντρόφους πρέπει να αγωνιστούμε ενάντια σε τέτοιες τάσεις που παρουσιάζονται στα διάφορα άλλα κόμματα στις ανατολικές χώρες ή στη Δύση. Αυτός ο αγώνας θα είναι δύσκολος και μακροχρόνιος, γιατί τώρα πρόκειται πραγματικά για το αν στα Κομμουνιστικά Κόμματα θα νικήσει το νέο πνεύμα, που ξεκίνησε από τη Γιουγκοσλαβία και σύμφωνα με το οποίο συμπεριλήφθηκαν στις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ πολλά στοιχεία».

Ολα αυτά κάνουν ασφαλώς αρκετά σαφές ότι τα γεγονότα του Οκτώβρη – Νοέμβρη 1956 στην Πολωνία και την Ουγγαρία δε δημιουργήθηκαν αυθόρμητα και απομονωμένα το ένα από το άλλο, αλλά σχεδιασμένα και προκλήθηκαν σαν έναρξη του «δύσκολου και μακροχρόνιου αγώνα» για την επικράτηση του «νέου πνεύματος στα κομμουνιστικά κόμματα, που ξεκίνησε από τη Γιουγκοσλαβία και σύμφωνα με το οποίο συμπεριλήφθηκαν στις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ πολλά στοιχεία», για την «κατάληψη της εξουσίας από τις εθνικοκομμουνιστικές πολιτικές δυνάμεις σε αυτά τα κράτη σαν πρώτο βήμα προς την αληθινή ανεξαρτησία». Το πώς είναι αυτή η «αληθινή ανεξαρτησία» αλά ΗΠΑ - αυτό δεν το έζησε άλλη χώρα τόσο φρικτά, όσο η Γιουγκοσλαβία από το 1990. (Ομως αυτό είναι πάλι ένα νέο θέμα).

Στο σχεδιασμό του δρόμου για την «κατάληψη της εξουσίας από τις εθνικοκομμουνιστικές δυνάμεις» είχε καθοριστεί ένας ορισμένος ρόλος και για τους ισπανομάχους. Ακριβώς τις βδομάδες της κατάληψης της εξουσίας από τον Γκομούλκα στην Πολωνία και από τον Ιμρε Νάγκι στην Ουγγαρία, δηλαδή από 19 έως 27 Οκτώβρη 1956, προσκλήθηκαν οι ισπανομάχοι σε συναντήσεις στην Πολωνία και την Ουγγαρία και για τις 30 Οκτώβρη στο Βελιγράδι.

Οι διοργανωτές στο Βελιγράδι, τη Βαρσοβία και τη Βουδαπέστη προφανώς υπόσχονταν στον εαυτό τους ότι πολλοί από τους υψηλά εκτιμούμενους διεθνώς ισπανομάχους θα εντυπωσιάζονταν βαθιά τόσο από τα γεγονότα που θα γίνονταν αυτόπτες μάρτυρες στη Βαρσοβία και τη Βουδαπέστη, όσο και από την ερμηνεία τους από τον Τίτο στο Βελιγράδι και έτσι θα γίνονταν βοηθοί για τη διάδοση του «νέου πνεύματος» στα κόμματά τους στις χώρες τους.

Από πού προερχόταν αυτή η ελπίδα των «εθνικοκομμουνιστικών δυνάμεων» στους ισπανομάχους;

Ακριβώς από εκεί από όπου στη Σοβιετική Ενωση το 1939, αντίθετα, προερχόταν η επιφύλαξη και μια ορισμένη δυσπιστία απέναντι στους ισπανομάχους: από ορισμένα γεγονότα και εμπειρίες για προσπάθειες εχθρικής υπονόμευσης από τους τροτσκιστές και από τις ιμπεριαλιστικές μυστικές υπηρεσίες στη διάρκεια του αγώνα κατά του Φράνκο και των Γερμανών και Ιταλών επεμβασιών, από τη γνώση ότι τότε ανάμεσα στους ισπανομάχους, όχι χωρίς επιτυχία, επιστρατεύτηκαν από τους τροτσκιστές και τους πράκτορες των ιμπεριαλιστών στελέχη για μελλοντική δουλιά στο πνεύμα τους. Ας θυμηθούμε την αφορμή για την προειδοποίηση που έκανε ο Δημητρόφ: «Υπέδειξα στην αμερικανική ΚΕ να μην ασχοληθεί με τη στρατολογία ανθρώπων για την αγγλική και αμερικανική μυστική υπηρεσία μέσω της Επιτροπής Βολφ. Οι άνθρωποι αυτοί πρόκειται δήθεν να χρησιμοποιηθούν για αποσυνθετική εργασία στα γερμανικά μετόπισθεν».

 

ΤΟ ΜΕΡΙΔΙΟ ΤΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Ο Μαρξ και ο Ενγκελς, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ πολέμησαν τον αναθεωρητισμό σαν αστική ιδεολογία παρεμπόδισης του σοσιαλισμού, και τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα χαρακτήρισαν τον αναθεωρητισμό στις διεθνείς τους διασκέψεις σαν πρακτορείο της αστικής τάξης για τη διάλυση του σοσιαλισμού.

Ακόμα στις δηλώσεις των συνόδων του 1957 και 1960, οι οποίες σαν προϊόντα συμβιβασμών αποτελούν ένα μίγμα μαρξιστικο-λενινιστικών και αναθεωρητικών απόψεων, διαπιστώνεται:

«Η σύνοδος τονίζει την ανάγκη να ξεπεραστεί αποφασιστικά ο αναθεωρητισμός και ο δογματισμός στις γραμμές των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων… Ενώ τα κομμουνιστικά κόμματα καταδικάζουν το δογματισμό, θεωρούν υπό τις σημερινές συνθήκες σαν κύριο κίνδυνο τον αναθεωρητισμό ή με άλλα λόγια το δεξιό οπορτουνισμό σαν μια μορφή έκφρασης της αστικής ιδεολογίας που παραλύει την επαναστατική ενέργεια της εργατικής τάξης και απαιτεί τη διατήρηση ή την παλινόρθωση του καπιταλισμού».

Για να εξασθενίσουν τη συγκέντρωση του πυρός κατά του αναθεωρητισμού σαν του επίκαιρου, κύριου κινδύνου, οι αναθεωρητές - το τρίο Χρουστσόφ, Γκομούλκα και Κάνταρ, σαν οι κύριοι εκπρόσωποί τους - επέβαλαν την ακόλουθη πρόταση: «Ομως και ο δογματισμός και ο σεχταρισμός μπορούν σε ορισμένες φάσεις ανάπτυξης επιμέρους κομμάτων να αποτελέσουν τον κύριο κίνδυνο. Κάθε κομμουνιστικό κόμμα αποφασίζει, ποιος κίνδυνος στο δοσμένο χρονικό σημείο είναι ο κύριος κίνδυνος».

Πάντως οι μαρξιστές-λενινιστές πέτυχαν να περάσουν στο ντοκουμέντο έναν κατάλογο των σημαντικότερων γνωρισμάτων και στόχων του σύγχρονου αναθεωρητισμού:

«Ο σύγχρονος αναθεωρητισμός προσπαθεί να δυσφημίσει τη μεγάλη διδασκαλία του μαρξισμού-λενινισμού, δηλώνει ότι αυτή είναι «παλιωμένη», ισχυρίζεται ότι σήμερα έχασε τη σημασία της για την κοινωνική εξέλιξη. Οι αναθεωρητές επιδιώκουν να εξοντώσουν την επαναστατική ψυχή του μαρξισμού και να κλονίσουν την πίστη της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού στο σοσιαλισμό. Στρέφονται ενάντια στην ιστορική αναγκαιότητα της προλεταριακής επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου κατά το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αρνούνται τον ηγετικό ρόλο του μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος, απορρίπτουν τις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού, απαιτούν παραίτηση από τις βασικές αρχές της οικοδόμησης του κόμματος και προπάντων από το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, απαιτούν το κομμουνιστικό κόμμα από επαναστατική οργάνωση αγώνα να μεταβληθεί σε ένα είδος λέσχης συζητήσεων»[14].

Δεν επιτεύχθηκε ωστόσο να βγάλουν από την ανωνυμία τους φορείς του αναθεωρητισμού και να τους αναφέρουν στο ντοκουμέντο με το όνομά τους και τη διεύθυνσή τους. Αυτό δεν εκπλήσσει, γιατί αμέσως μετά το όνομα του Τίτο θα έπρεπε να τεθεί το όνομα του Χρουστσόφ.

Η δήλωση της Συνόδου των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων του Νοέμβρη 1960 έχει τον ίδιο αμφίσημο χαρακτήρα συμβιβασμού, όπως εκείνη του 1957. Από τη μια ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος του αναθεωρητισμού, με το ότι σε πλήρη αντίφαση προς την πραγματικότητα προβάλλεται ο ισχυρισμός: «Τα κομμουνιστικά κόμματα σύντριψαν ιδεολογικά τους αναθεωρητές μέσα στις γραμμές τους, που προσπάθησαν να τα αποτρέψουν από το μαρξιστικό - λενινιστικό δρόμο. Στον αγώνα κατά του αναθεωρητισμού τα επιμέρους κομμουνιστικά κόμματα, όπως και το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα στο σύνολό του, εδραιώθηκαν περισσότερο ιδεολογικά και οργανωτικά».

Μετά όμως ακολουθεί - πράγμα που το 1957 ο Χρουστσόφ πέτυχε να το εμποδίσει - ένας οξύς χαρακτηρισμός και καταδίκη του αναθεωρητισμού του κόμματος του Τίτο, (που με αυτό όμως - μια και μόνο αυτό αναφέρθηκε - όλα τα άλλα και προ πάντων ο πιο επικίνδυνος αναθεωρητής Χρουστσόφ - πήρε επιβεβαίωση ότι είναι αναντίρρητα μαρξιστής-λενινιστής):

«Τα κομμουνιστικά κόμματα καταδίκασαν ομόφωνα τη γιουγκοσλαβική παραλλαγή του διεθνούς οπορτουνισμού, που αποτελεί συγκεντρωμένη έκφραση των «θεωριών» των σύγχρονων ρεβιζιονιστών. Οι ηγέτες της Ενωσης των Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας, που πρόδωσαν το μαρξισμό-λενινισμό κηρύσσοντάς τον «παλιωμένο», αντιπαρέθεσαν στη Δήλωση του 1957 το αντιλενινιστικό αναθεωρητικό τους πρόγραμμα. Αντιπαρέθεσαν την ΕΚΓ σε ολόκληρο το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, απόσπασαν τη χώρα τους από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, την εξάρτησαν από την έτσι λεγόμενη βοήθεια των Αμερικανών και άλλων ιμπεριαλιστών, και έτσι προκάλεσαν τον κίνδυνο ο γιουγκοσλαβικός λαός να χάσει τα επαναστατικά του επιτεύγματα που πέτυχε στον ηρωικό του αγώνα. Οι Γιουγκοσλάβοι αναθεωρητές κάνουν υπονομευτική δουλιά ενάντια στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Υπό το πρόσχημα μιας αδέσμευτης πολιτικής αναπτύσσουν δραστηριότητα που διασπά την ενότητα όλων των ειρηνόφιλων δυνάμεων και κρατών. Η πιο πέρα αποκάλυψη των ηγετών των Γιουγκοσλάβων αναθεωρητών και ο ενεργητικός αγώνας για να προστατευθεί το κομμουνιστικό κίνημα όπως και το εργατικό κίνημα ενάντια στις αντιλενινιστικές ιδέες των Γιουγκοσλάβων αναθεωρητών εξακολουθεί να είναι ένα απαραίτητο καθήκον των μαρξιστικο-λενινιστικών κομμάτων… Τα συμφέροντα της παραπέρα εξέλιξης του κομμουνιστικού και εργατικού κόμματος απαιτούν και στο μέλλον, όπως αναφέρεται στη Δήλωση της Μόσχας του 1957, έναν αποφασιστικό διμέτωπο αγώνα: ενάντια στον αναθεωρητισμό που παραμένει ο κύριος κίνδυνος, και ενάντια στο δογματισμό και το σεχταρισμό.

Με το ότι ο αναθεωρητισμός, ο δεξιός οπορτουνισμός παραποιεί το μαρξισμό-λενινισμό και του αφαιρεί το επαναστατικό του πνεύμα, αντικαθρεφτίζει την αστική ιδεολογία στη θεωρία και την πράξη, παραλύει την επαναστατική θέληση της εργατικής τάξης, αφοπλίζει και ακινητοποιεί τους εργάτες, τις μάζες των εργαζομένων στον αγώνα ενάντια στο ζυγό των ιμπεριαλιστών και εκμεταλλευτών, στον αγώνα για ειρήνη, δημοκρατία και εθνική απελευθέρωση και το θρίαμβο του σοσιαλισμού»[15].

Οσο επιτυχής και αν ήταν αυτός ο χαρακτηρισμός η αδυναμία του φάνηκε στο γεγονός ότι όλα τα άλλα κόμματα που καθοδηγούνται από αναθεωρητές και οι ηγέτες τους - με επικεφαλής το Χρουστσόφ - δεν αναφέρθηκαν ονομαστικά και έτσι είχαν τη δυνατότητα να ξαναπάρουν μέσα στο φρούριο το δίκαια καυτηριασμένο κόμμα του Τίτο μαζί με τον αρχηγό του - όπως ήδη το 1955 - σαν «ακριβό σύντροφο Τίτο!» και μετά να στρέψουν το ακόντιο ενάντια στους κατηγόρους του - όπως και συνέβη λίγο αργότερα. Παρέθεσα αυτές τις δύο περικοπές τόσο διεξοδικά για δύο λόγους:

Πρώτον, γιατί εκφράζουν μονοσήμαντα τη μαρξιστική γνώση ότι μια αναθεωρητική πολιτική οδηγεί στην καταστροφή του σοσιαλισμού, στην παλινόρθωση του καπιταλισμού.

Δεύτερον, γιατί η απαρίθμηση των γνωρισμάτων της αναθεωρητικής πολιτικής δεν αφήνει αμφιβολία ότι η πολιτική όχι μόνο του Τίτο, αλλά και του Χρουστσόφ, του Γκομούλκα και του Κάνταρ ήταν αναθεωρητική, συνεπώς έπρεπε να οδηγήσει στη διάλυση του σοσιαλισμού, εφόσον δεν τη σταματούσαν. Αυτό όχι μόνο δε συνέβη, αλλά συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε με τον Γκορμπατσόφ, δηλαδή οδήγησε στην πλήρη διάλυση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ενωση και στα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κράτη.

Τα απαριθμούμενα γνωρίσματα του αναθεωρητισμού στις δύο περικοπές είναι ότι:

-Κηρύσσει το μαρξισμό-λενινισμό σαν «παλιωμένο», εξοντώνει την επαναστατική ψυχή του μαρξισμού,

-κλονίζει την πεποίθηση των εργαζομένων στην ορθότητα του σοσιαλισμού,

-αρνείται την ανάγκη της προλεταριακής επανάστασης,

-αρνείται τη δικτατορία του προλεταριάτου,

-αρνείται τον ηγετικό ρόλο του μαρξιστικο-λενινιστικού κόμματος,

-απορρίπτει τις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού,

-παραιτείται από τις βασικές αρχές του Λένιν για την κομματική οικοδόμηση, ιδιαίτερα από το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό,

-μετατρέπει το κομμουνιστικό κόμμα από επαναστατική οργάνωση αγώνα σε ένα είδος λέσχης συζητήσεων.

Στις Δηλώσεις αυτές ενυπάρχει η απάντηση στην ερώτηση για τις αιτίες της ήττας του σοσιαλισμού προς τα τέλητου αιώνα, από τον οποίο περιμέναμε και ελπίζαμε ότι θα είναι ο αιώνας της οριστικής απελευθέρωσης της πλειοψηφίας της ανθρωπότητας από την κυριαρχία του κεφαλαίου.

Η απάντηση αυτή λέει: Επειδή ο αναθεωρητισμός -παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις των συνόδων των Κομμουνιστικών Κομμάτων ότι ο αναθεωρητισμός είναι ο κύριος κίνδυνος για την ύπαρξη του σοσιαλισμού- κατίσχυσε στο ηγετικό κόμμα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, στο ΚΚΣΕ, πάνω στο μαρξισμό-λενινισμό, γι’ αυτό μπόρεσε να νικήσει ο ιμπεριαλισμός το σοσιαλισμό στη Σοβιετική Ενωση και στην Ευρώπη.

Οσο και αν έπρεπε να είναι αυτονόητη για κάθε μαρξιστή-λενινιστή η διαπίστωση ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να οικοδομηθεί μόνο με το δρόμο του επιστημονικού σοσιαλισμού και ότι κάθε απόκλιση απ’ αυτόν το δρόμο καταστρέφει το σοσιαλισμό - δεν είναι αυτονόητη.

Δυστυχώς ανάμεσα σε εκείνους που αντιφάσκουν σε αυτή τη διαπίστωση και ζητούν να την αναιρέσουν είναι και δοκιμασμένοι και μορφωμένοι κομμουνιστές, όπως ο σύντροφος Φρεντ Μύλερ, αντιφασίστας, ισπανομάχος[16] και καθηγητής ανωτάτης σχολής για ζητήματα του μαρξισμού-λενινισμού, που πέθανε τον περασμένο χρόνο. Σε διάφορα άρθρα και σε δύο μεγάλα ειδικά τεύχη του περιοδικού «Offensiv» πρόβαλε θέσεις - δίπλα σε πολλά, που θα μπορούσα ολόψυχα να τα εγκρίνω - για τις οποίες, όταν ακόμα ζούσε, φιλονίκησα μαζί του και τη συντροφική φιλονικία ήθελα να συνεχίσω αλλά ο θάνατός του το εμπόδισε.

Η εξήγηση του Μύλερ σε συντομία λέει τα εξής: «Η ήττα του σοσιαλισμού δεν είναι συνέπεια εσφαλμένης πολιτικής αλλά συνέπεια του γεγονότος ότι εξαιτίας της απουσίας της παγκόσμιας επανάστασης έμεινε σε όλο το διάστημα πιο αδύναμος από τον ιμπεριαλισμό, αλλά επιπλέον ότι μετά τη νίκη της Σοβιετικής Ενωσης στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε, σε σύγκριση με τον ιμπεριαλισμό, ακόμα πιο αδύναμος από ό,τι ήταν πριν τον πόλεμο. Γι’ αυτό η ήττα ήταν αναπόφευκτη, γιατί για τη νίκη ή την ήττα αποφασίζει μόνο ο συσχετισμός των δυνάμεων και όχι η υψηλότερη κοινωνική ποιότητα».

Στον Φρεντ Μύλερ διαβάζει κανείς το εξής: «Ο Λένιν στο κύριο ζήτημα, «ποιος, ποιον» δεν απόκρυψε ποτέ ότι αυτός, που αυτό θα το αποφασίσει προς όφελός του, θα είναι ο ισχυρότερος… Αν μια υπαρκτή σοσιαλιστική κοινωνία δεν κατέχει πια το οικονομικό δυναμικό, για να εγγυηθεί στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων την απαιτούμενη πολιτική και στρατιωτική ανεξαρτησία, τότε αυτή εκτίθεται στην κατάπτωση και τελικά στην ήττα.

Η διεθνής αναμέτρηση δυνάμεων μπήκε από την πρώτη μέρα της Επανάστασης του Οκτώβρη για τα δύο ανταγωνιστικά συστήματα στην ημερήσια διάταξη και δεν αποφασίστηκε με το ποιος κατείχε την ιστορικά ανώτερη βαθμίδα της κοινωνικής ανάπτυξης, αλλά με το ποιος κατείχε την απαιτούμενη δύναμη για τη διατήρηση του συστήματός του»[17].

Ο Φρεντ Μύλερ με τις φράσεις αυτές παρεξήγησε στα γεμάτα το Λένιν. Ο Λένιν δε λέει πουθενά ότι στον αγώνα «ποιος – ποιον» νομοτελειακά πρέπει να νικήσει ο ισχυρότερος. Αν ήταν έτσι, δε χρειαζόταν καν να αρχίσει κανείς τον αγώνα. Γιατί κάθε νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων που προέρχεται από την παλιά, είναι κατ’ αρχήν για μεγαλύτερο διάστημα το ασθενέστερο μέρος. Ο Λένιν πολύ περισσότερο είπε ότι ο αγώνα «ποιος-ποιον» θα αποφασιστεί σε τελευταία ανάλυση από την παραγωγικότητα της εργασίας.

Ο Μύλερ δεν πρόσεξε και δεν ανέφερε ότι η Σοβιετική Ενωση στις τρεις δεκαετίες της ύπαρξής της στη βάση της ανώτερης παραγωγικότητας της εργασίας της σοσιαλιστικής σχεδιασμένης οικονομίας, αναπλήρωσε ένα μεγάλο μέρος της καθυστέρησης της Ρωσίας και μετά μόλις δύο δεκαετίες, στις αρχές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, στη λίστα των βιομηχανικών δυνάμεων κατείχε ήδη τη δεύτερη θέση μετά τις ΗΠΑ και ήταν σε θέση να συντρίψει την ως τότε μεγαλύτερη και ισχυρότερη ιμπεριαλιστική πολεμική μηχανή, αυτή του γερμανικού φασισμού που εισέβαλε στη Σοβιετική Ενωση.

Ο Φρεντ Μύλερ ναι μεν σημειώνει ότι μετά, στη δεκαετία του ’50, άρχισε - όπως τη λέει - η «ακατάσχετη» πτώση (σελ. 28), αλλά δεν πήρε υπόψη το γεγονός ότι στη Σοβιετική Ενωση στη θέση μιας έως τότε διευθυνόμενης από τον επιστημονικό σοσιαλισμό κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, ακολουθήθηκε μια πολιτική που όλο και καθαρότερα έφερε τα προαναφερόμενα γνωρίσματα, που η σύνοδος του 1957 τα κατέγραψε σαν γνωρίσματα του σύγχρονου αναθεωρητισμού.

Πρέπει να κάνει εντύπωση ότι στην ιστορική του εικόνα δεν εμφανίζεται η οξεία αντιπαράθεση με τον αναθεωρητισμό στο κομμουνιστικό κίνημα. Ακόμα και την έννοια του μοντέρνου αναθεωρητισμού την αναζητάει κανείς μάταια στα γραπτά του. Αντί γι’ αυτό συναντάμε σε αυτόν τούτο: «Μερικοί αναζητούν τους λόγους για τον εκφυλισμό του συστήματος προπάντων στη διείσδυση της επιρροής του ταξικού εχθρού, που ιδεολογικά αποσυνθέτει. Επίσης στην πολιτική και επαγγελματική ανικανότητα, στα λάθη και τις παρεκτροπές των υπευθύνων στελεχών, που μπόρεσαν μάλιστα να πάρουν εγκληματικό χαρακτήρα… Η σχεδόν έναν αιώνα υφιστάμενη Σοβιετική Ενωση απόδειξε ότι δεν ήταν κάποια λάθη και παραπατήματα που έβαλαν σε κίνδυνο την ύπαρξή της, αλλά η απώλεια των υλικών, ιδιαίτερα των οικονομικών βάσεων για τη διατήρηση του συστήματος» (σελ. 17).

Ο Φρεντ Μύλερ αμφισβητεί εδώ μια από τις αδιαφιλονίκητες μαρξιστικές γνώσεις: ότι δηλαδή μια και ο σοσιαλισμός είναι επιστήμη, μπορεί να είναι επιτυχής και η ανοικοδόμηση της σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων μόνο εφόσον αυτή γίνεται επιστημονικά, ότι δηλαδή νίκη ή ήττα δεν εξαρτιώνται μόνο από αντικειμενικές συνθήκες, αλλά φυσικά και από το αν η πολιτική του ηγετικού κόμματος ανταποκρίνεται στις κοινωνικές συνθήκες και από το αν αυτή η πολιτική γνωρίζει και παίρνει υπόψη τους οικονομικούς νόμους.

Ολα αυτά δεν υπάρχουν στο Μύλερ και γι’ αυτό δε θέτει και το ερώτημα από πού άραγε προέρχεται το ότι στη Σοβιετική Ενωση ξαφνικά «το σύστημα» μπόρεσε «να εκφυλιστεί» και χάθηκαν «οι υλικές, ιδιαίτερα οι οικονομικές βάσεις για τη διατήρηση του συστήματος».

Γιατί γράφει ότι με βεβαιότητα γνωρίζει ότι η αιτία γι’ αυτά «δε βρίσκεται στην υποκειμενική δράση», αλλά στο γεγονός ότι «οι συνέπειες του πολέμου, που διεξήγαγε η Σοβιετική Ενωση κατά του φασισμού και τον κέρδισε, δε σήμαναν μόνο την απελευθέρωση των λαών της ίδιας της χώρας, και πολλών λαών του κόσμου, αλλά και ότι έκαναν την αρχή για τη δική της κατάπτωση και ήττα και την έκαναν αναπόφευκτη»[18]. Αλλά αν αυτή η εξήγηση του Φρεντ Μύλερ για την εξαφάνιση της Σοβιετικής Ενωσης και των συμμάχων της ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών χωρών ήταν σωστή, τότε μόνο με θαύμα θα μπορούσε να εξηγηθεί ότι η σοσιαλιστική Κούβα και 12 χρόνια μετά την απώλεια του ισχυρότερου οικονομικού, πολιτικού και στρατιωτικού στηρίγματός της, εξακολουθεί πάντα να ανθίσταται στον υπερδύναμο ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. Γιατί άραγε δεν το είδε αυτό και αντί γι’ αυτό μας πρόβαλε μια εξήγηση που απαλλάσσει έναν Γκορμπατσόφ από την κατηγορία ότι συνέβαλε δραστήρια στην εξαφάνιση της Σοβιετικής Ενωσης, πολύ περισσότερο μάλιστα του προσδίδει το βαθμό ενός ανθρώπου που εκτέλεσε την κρίση της ιστορίας;

Γράφει ο Μύλερ: «Μήπως σήμαινε η επέκταση με τις χώρες της κοινότητας σοσιαλιστικών κρατών μια αισθητή βελτίωση; Οχι, το αντίθετο. Σήμαινε δίπλα στις άλλες διεθνείς υποχρεώσεις μια πρόσθετη βαριά επιβάρυνση για τη Σοβιετική Ενωση» (σ. 31). Τελικά και τούτο το επιχείρημα του Φρεντ Μύλερ: «Μόνο με τη νικηφόρα παγκόσμια επανάσταση είναι εγγυημένη η τελική νίκη του σοσιαλισμού. Επειδή όμως αυτή η προϋπόθεση δεν υπήρχε, αυτός είναι ο κύριος λόγος ότι οι συνθήκες για την ανάπτυξη της υπερδύναμης του ιμπεριαλισμού μπόρεσαν να είναι τόσο αποτελεσματικές, ώστε δεν μπόρεσε να εμποδιστεί πια η κατάπτωση και η ήττα του υπαρκτού σοσιαλισμού» (σ. 17).

Πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Φρεντ Μύλερ από τη μια λυπάται ότι δεν έγινε «η νικηφόρα παγκόσμια επανάσταση» και σε αυτό είδε μια αιτία για το αναπόφευκτο της κατάπτωσης και της ήττας στον αγώνα του «ποιος-ποιον;», από την άλλη όμως γεγονότα που πραγματικά ήταν κρίκοι της συντελούμενης σταδιακά παγκόσμιας επανάστασης, δηλαδή η επέκταση του πεδίου εξουσίας του σοσιαλισμού «με τις χώρες της κοινότητας των σοσιαλιστικών κρατών», τα εξήγησε επίσης σαν αιτία για το αναπόφευκτο της ήττας – λόγω, όπως γράφει, της «πρόσθετης βαριάς επιβάρυνσης για τη Σοβιετική Ενωση» που οδήγησε στην απόκτηση από τις ΗΠΑ ενός «μεγάλου, πολύ γρήγορα αυξανόμενου οικονομικού προβαδίσματος» (σ. 29).

Από το μυαλό του Φρεντ Μύλερ δεν πέρασε ότι δε σημαίνει ενδυνάμωση, αλλά αδυνάτισμα του ιμπεριαλισμού - όταν το πεδίο εξουσίας του και εκμετάλλευσης μειώθηκε στο ήμισυ της Ευρώπης, και στη μετά τη Σοβιετική Ενωση μεγαλύτερη και σε πληθυσμό πλουσιότερη χώρα του κόσμου - την Κίνα, τη Βόρεια Κορέα και το Βιετνάμ,

€ όταν στην Κορέα και στο Βιετνάμ ο ιμπεριαλισμός υπέστη στρατιωτικές ήττες, γιατί έσπασε το μονοπώλιό του των ατομικών όπλων και ο σοσιαλισμός ριζοβόλησε σε όλες τις ηπείρους με εξαίρεση την Αυστραλία,

€ όταν έτσι μπήκαν όρια στην καθ’ αυτό απεριόριστη επιδίωξη του ιμπεριαλισμού για απομύζηση υπερκερδών από όλες τις άλλες χώρες και λαούς, επειδή ο σοσιαλισμός τους πρόσφερε στήριξη στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο στον αγώνα τους για ανεξαρτησία και στην άμυνά τους ενάντια στις ιμπεριαλιστικές προσπάθειες εκβιασμών!

Ολα αυτά δεν τα βλέπει ο Φρεντ Μύλερ – αντί αυτών βλέπει: Δυνάμωμα του ιμπεριαλισμού, λόγω της συρρίκνωσηςτου πεδίου εξουσίας του και αδυνάτισμα του σοσιαλισμού, λόγω της επέκτασης του πεδίου κυριαρχίας του στο ένα τρίτο, αντί στο ένα έκτο της γήινης σφαίρας!

Ο από τον Φρεντ Μύλερ αποδεκτός ισχυρισμός για την εξήγηση της ήττας σαν το αποκλειστικό αποτέλεσμα αντικειμενικών γεγονότων δεν μπορεί να υποστηριχθεί ούτε από τον ίδιο: Οπως είδαμε, εξηγεί ότι δεν ήταν τα λάθη των σοβιετικών πολιτικών που προκάλεσαν την ήττα, αλλά έλλειψη της παγκόσμιας επανάστασης. Αλλά γιατί έλειψε αυτή; Αν ήταν συνεπής θα έπρεπε να αναφέρει και γι’ αυτό αντικειμενικά γεγονότα. Πώς όμως εξηγεί την έλλειψή της πραγματικά; Απαντώντας σε αντιρρήσεις μου[19], σε μερικά σημεία της παρουσίασής του έγραφε: «Η προδοσία της Σοσιαλδημοκρατίας υπήρξε αποφασιστική για το ότι ο Κόκκινος Οκτώβρης δεν πέρασε στη νίκη της παγκόσμιας επανάστασης»[20]. (υπογρ. δική μου Κ. Γκ.).

Αν όμως η προδοσία της Σοσιαλδημοκρατίας μπόρεσε να προκαλέσει την έλλειψη της παγκόσμιας επανάστασης - γιατί δε θάπρεπε η προδοσία του αναθεωρητισμού να προκαλέσει την έλλειψη της νίκης του σοσιαλισμού;

Αλλά ας μην καθυστερήσουμε περισσότερο από το να εξετάσουμε εγγύτερα το μερίδιο του αναθεωρητισμού στην ήττα του σοσιαλισμού.

Θα διευκόλυνε την απάντηση, γιατί μπόρεσε να γίνει αυτό, το εξής: Ομοειδή συμβάντα έχουν κατά κανόνα και ομοειδείς αιτίες. Και την απάντηση στο ερώτημα για τις αιτίες γένεσης και για τις αιτίες της νίκης του αναθεωρητισμού στα κόμματα της 2ης Διεθνούς την έδωσαν ήδη αρχικά ο Μαρξ και ο Ενγκελς και μετά από αυτούς την έδωσε βασικά και γενικά ισχύουσα ο Λένιν.

Ο Φρίντριχ Ενγκελς ήδη το 1858 σε γράμμα του στο Μαρξ αναφέρθηκε στη συνάρτηση μεταξύ της εκμετάλλευσης του κόσμου από την αγγλική αστική τάξη και της αστικοποίησης της αγγλικής εργατικής τάξης, γράφοντας ότι «το αγγλικό προλεταριάτο πραγματικά αστικοποιείται όλο και περισσότερο, έτσι ώστε αυτό το πιο αστικό από όλα τα έθνη φαίνεται να θέλει τελικά να το φέρει εκεί που να κατέχει μια αστική αριστοκρατία και ένα αστικό προλεταριάτο δίπλα στην αστική τάξη. Σε ένα έθνος που εκμεταλλεύεται όλον τον κόσμο αυτό είναι βέβαια κατά κάποιο τρόπο δικαιολογημένο»[21].

Ο Λένιν επεξεργάστηκε τη συνάρτηση μεταξύ ιμπεριαλισμού και οπορτουνισμού προπάντων στο έργο του «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» και σε πολυάριθμες άλλες εργασίες - αναφέρουμε εδώ προπάντων τα βιβλία «Ο οπορτουνισμός και η χρεοκοπία της 2ης Διεθνούς», γραμμένο το Γενάρη 1916, και «Ο ιμπεριαλισμός και η διάσπαση του σοσιαλισμού», γραμμένο το Δεκέμβρη του 1916. Στο κύριο έργο του για τον ιμπεριαλισμό έγραφε: «Ο ιμπεριαλισμός που σημαίνει το μοίρασμα του κόσμου και εκμετάλλευση όχι μόνο της Κίνας, που σημαίνει μονοπωλιακά υψηλά κέρδη για μια χούφτα πλουσιότατες χώρες, δημιουργεί την οικονομική δυνατότητα για την εξαγορά των ανώτερων στρωμάτων του προλεταριάτου και κι έτσι στρέφει, διαμορφώνει, δυναμώνει τον οπορτουνισμό… … Ο ιμπεριαλισμός έχει την τάση να ξεχωρίζει και ανάμεσα στους εργάτες προνομιούχες κατηγορίες και να τις αποσπά από την πλατιά μάζα του προλεταριάτου[22]».

Η προέλευση και το φούντωμα του αναθεωρητισμού στα κόμματα της 2ης Διεθνούς συνδέονται δηλαδή αιτιατά με αλλαγές στην οικονομία, με το πέρασμα από τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, στον ιμπεριαλισμό. Τι υπάρχει εγγύτερο από του να αναζητηθούν οι αιτίες για τη γένεση και τη νίκη του ρεβιζιονισμού στα κομμουνιστικά κόμματα, επίσης σε αλλαγές στην οικονομία και οι εξηγήσεις που αναζητούν τις αιτίες όχι μόνο εκεί, αλλά και στην πολιτική να θεωρηθούν μη μαρξιστικές, ιδεαλιστικές και σχετιζόμενες με προσωπικότητες;

Ακόμα και ο Ρολφ Βέλαϊ, ο οποίος ακόμα από το 1989 είχε δει και είχε γράψει: «Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ σαν γενικός γραμματέας, αυτό είναι αντεπανάσταση στην κορυφή του ΚΚΣΕ! Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ σαν πρόεδρος του κράτους της ΕΣΣΔ, αυτό είναι το τέλος του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ενωση», σε γράμμα του σε μένα στις 18 Μάη 1998 αντέταξε στην εξήγησή μου για την αιτία της νίκης του ρεβιζιονισμού στη Σοβιετική Ενωση το εξής:

«Οσο ενδιαφέρον είναι ότι περιγράφεις παραστατικά τις γραμμές των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων στο ΚΚΣΕ και το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα… για μένα ωστόσο δεν απαντιέται πλήρως ικανοποιητικά το ερώτημα το πώς «μπόρεσε να συμβεί αυτό». Σκέφτομαι ότι σε τελευταία ανάλυση πολιτικές αλλαγές βασικού είδους έχουν τις αιτίες τους στην οικονομία. Στην άλλοτε επαναστατική γερμανική σοσιαλδημοκρατία οι ρεφορμιστές μπόρεσαν τελικά να αποκτήσουν την υπεροχή για το λόγο ότι ο αναπτυσσόμενος ιμπεριαλισμός με τη βοήθεια της κοινωνικής νομοθεσίας του Βίσμαρκ από τη μια και με την «κοινωνική» δραστηριότητα π.χ. τέτοιων επιχειρήσεων όπως ο Κρουπ, ο Μπος, ο Αμπέ, δημιούργησε υλικές προϋποθέσεις για τη διαδιδόμενη αυταπάτη περί «ειρηνικού δρόμου περάσματος στο σοσιαλισμό». Χάρη στην αισθητή βελτίωση της κοινωνικής θέσης ήδη μέσα στον καπιταλισμό, για ένα μέρος των εργατών και για το διαμορφούμενο στρώμα των στελεχών του εργατικού κινήματος, συνδεμένη με την ελπίδα ότι με τον καιρό θα είναι καλύτερα για ακόμα μεγαλύτερα τμήματα του προλεταριάτου, μπόρεσαν να βρουν οπαδούς ο Μπερνστάιν και οι συνένοχοί του με το ρεφορμισμό τους. Αντίθετα σκέφτομαι ότι οι αναθεωρητές στο ΚΚΣΕ και τελικά στα κόμματα των άλλων ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών χωρών δεν απόκτησαν την υπεροχή για το λόγο ότι οι πιστοί στις αρχές, επαναστάτες σύντροφοι είχαν κάνει πολιτικά λάθη - π.χ. όπως εσύ αναφέρεις στο τέλος του κειμένου[23], «δε συζητούσαν ανοιχτά μπροστά στις λαϊκές μάζες τις αντιθέσεις» - αλλά για το λόγο ότι τα μη ικανοποιητικά αποτελέσματα της σοσιαλιστικής οικονομίας πρόσφεραν στους αναθεωρητές την πλατφόρμα για να αποκτήσουν τελικά στα αποφασιστικά κομματικά όργανα την υπεροχή» (υπογράμμιση δική μου Κ. Γκ).

Ο Ρολφ είχε φυσικά δίκιο με τη διαπίστωσή του ότι όλες οι πολιτικές αλλαγές βασικής μορφής έχουν την αιτία τους σε τελευταία ανάλυση στην οικονομία. Αλλά ακριβώς - σε τελευταία ανάλυση! Και μερικές φορές, μέσω μιας μακράς αλυσίδας ενδιάμεσων κρίκων, σε μη οικονομικό τομέα! Η μη έρευνα και γνώση αυτών των ενδιάμεσων κρίκων πρέπει να οδηγήσει σε εσφαλμένες εκτιμήσεις, όταν θεωρούμε κατ’ ευθείαν την οικονομία σαν αιτία, όπως συνέβη και με τον Ρολφ σε αυτήν την περίπτωση.

Αναλογικά συμπεράσματα από τον «παλιό» αναθεωρητισμό στα κόμματα της 2ης Διεθνούς, για το «μοντέρνο» αναθεωρητισμό των κομμάτων της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς οδηγούν πολύ εύκολα σε εσφαλμένα συμπεράσματα, όταν δεν προσέχονται οι μεγάλες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των δύο, παρά τα βασικά κοινά σημεία.

 

ΚΟΙΝΑ ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ «ΠΑΛΙΟΥ» ΚΑΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ» ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΥ

Κοινό στον παλιό και στο νέο, το «μοντέρνο» αναθεωρητισμό, είναι ότι και οι δύο μέσα στο επαναστατικό μαρξιστικό και μαρξιστικό-λενινιστικό εργατικό κόμμα, αντίστοιχα, ζητούν να εκτοπίσουν τον επαναστατικό αντικαπιταλισμό και αντιιμπεριαλισμό και να τον αντικαταστήσουν με μια ιδεολογία και πράξη του ρεφορμισμού, της ταξικής συνεργασίας, και ότι και οι δύο, πολύ γρήγορα έγιναν πρακτορεία της αστικής τάξης, όργανα της αστικής αντεπανάστασης.

Ενας λόγος γι’ αυτό είναι ότι η αστική τάξη ρίχνει άγρυπνο βλέμμα σε όλες τις πολιτικές οργανώσεις, αλλά ένα εντελώς ιδιαίτερα άγρυπνο βλέμμα ρίχνει στα Κομμουνιστικά Κόμματα και σε όσες οργανώσεις της φαίνονται επικίνδυνες και τις καταπολεμάει όχι μόνο με καταπιεστικά μέτρα, αλλά και με υπονόμευση.

Με μεγίστη προσοχή παρακολουθούν τα αρμόδια γι’ αυτό το σκοπό όργανά της τις εσωκομματικές διαμάχες στα κομμουνιστικά κόμματα, και κάθε εσωκομματική αντιπολίτευση ασκεί μαζική δύναμη έλξης στους συνεργάτες αυτών των οργάνων. Με όλους τους δυνατούς και αδύνατους δρόμους επιζητούν επαφή με τέτοιους αντιπολιτευόμενους, αλλά όχι μόνο επαφή, αλλά και δυνατότητα να ασκήσουν επιρροή σε τέτοιες αντιπολιτευτικές ομάδες - είτε από τα έξω, αλλά καλύτερα από τα μέσα - και τελικά να τις οδηγήσουν σε μια κατεύθυνση που επιθυμούν.

Αλλά το καθήκον που έθετε ο παλιός αναθεωρητισμός των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, και εκείνο μπροστά στο οποίο τέθηκε ο μοντέρνος αναθεωρητισμός των κυβερνώντων κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων ήταν παρά την ενότητα στο στόχο, εντελώς αντίθετο.

Ο παλιός αναθεωρητισμός είχε στόχο να εμποδίσει την επαναστατική ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος του καπιταλισμού, δηλαδή να διατηρήσει το υπάρχον σύστημα, λιγάκι μεταρρυθμισμένο.

Ο μοντέρνος αναθεωρητισμός είχε στόχο να παραμερίσει το υπάρχον σύστημα, το σοσιαλισμό, μέσω «φιλελευθερισμού» και βαθμιαία την επιστροφή σε καπιταλιστικές συνθήκες.

Ο «παλιός» και ο «νέος» αναθεωρητισμός πρόκυψαν επίσης με διαφορετικό τρόπο.

Ναι μεν φύτρωσαν και οι δύο στο έδαφος του ιμπεριαλισμού, όμως με εντελώς διαφορετικό τρόπο και υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες.

Ο παλιός αναθεωρητισμός προήλθε, όπως ήδη διαπραγματευτήκαμε, σαν ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα από τα ανώτερα στρώματα της εργατικής τάξης, που απολάμβαναν προνόμια από τον ιμπεριαλισμό και είχαν κλείσει την ειρήνη τους με το δοσμένο καπιταλιστικό σύστημα. Αυτό το ρεύμα και οι ιδεολόγοι του και οι εκπρόσωποί του στην ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας βρήκαν ισχυρή υποστήριξη από τους εξυπνότερους αντιπροσώπους της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Οπου οι αναθεωρητές αρχηγοί πήραν το κόμμα στα χέρια τους, το μετέτρεψαν σε κόμμα για το οποίο ο Κουρτ Τουχόλσκι βρήκε την πετυχημένη εικόνα του ραπανιού: Απ’ έξω κόκκινο και μέσα άσπρο. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο αποδείχτηκε ότι αυτά τα κόμματα είχαν γίνει ήδη στηρίγματα του ιμπεριαλιστικού συστήματος, πρακτορεία του ιμπεριαλισμού μέσα στην εργατική τάξη.

Ο μοντέρνος αναθεωρητισμός προήλθε αλλιώς. Τα αριστερά και δεξιά ρεύματα που υπήρξαν στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος και προπάντων στο ΚΚΣΕ, στα χρόνια πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, δεν τα υπολογίζω στο μοντέρνο αναθεωρητισμό αλλά στους προδρόμους του. Διότι ποτέ δεν έφτασαν στη διατύπωση ενός τόσο πλατιού αντιπρογράμματος, όπως αυτό που συνέγραψε στα πρώτα βασικά χαρακτηριστικά του ο Μπράουντερ και κατόπιν το πιο πέρα εξελιγμένο πρόγραμμα της Ενωσης των Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας, των Γιουγκοσλάβων αναθεωρητών υπό την ηγεσία του Τίτο. […].

 

Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΕΞΑΣΘΕΝΗΜΕΝΟΣ, ΑΛΛΑ ΜΕ ΝΕΑ ΟΠΛΑ ΕΞΟΠΛΙΣΜΕΝΟΣ

Η ήττα του φασιστικού γερμανικού ιμπεριαλισμού ήταν ταυτόχρονα ήττα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, γιατί έτσι συντρίφτηκε μια δύναμη που αυτός την ανάθρεψε και την εξόπλισε επί πολλά χρόνια σαν σφήνα κρούσης, που επρόκειτο να πλήξει τη Σοβιετική Ενωση κατάκαρδα.

Η νίκη του σοβιετικού στρατού κατά του φασισμού ήταν ταυτόχρονα νίκη των λαών που αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση από εθνική και αποικιακή καταπίεση και λεηλασία από τον ιμπεριαλισμό.

Σε σύντομο διάστημα το παγκόσμιο επαναστατικό προτσές σημείωσε τέτοιες προόδους, ώστε τα σύνορα μεταξύ ιμπεριαλισμού και σοσιαλισμού στην Ευρώπη μετατέθηκαν δυτικά ως τον Ελβα και στην Ασία ως το Κινεζικό Πέλαγος. Η στραγγαλιστική καπιταλιστική περικύκλωση της Σοβιετικής Ενωσης είχε τιναχτεί στον αέρα, η περίοδος του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» είχε τελειώσει, είχε αρχίσει η περίοδος του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, που περιλάμβανε ήδη ένα τρίτο της γήινης σφαίρας, μέσα στο οποίο ήταν και υψηλά αναπτυγμένες χώρες όπως η ΓΛΔ και η Τσεχοσλοβακία.

Ετσι είχε ανοίξει η προοπτική μιας εξέλιξης σε ύψιστο βαθμό ανησυχητικής για τον ιμπεριαλισμό: Αν αυτό το σοσιαλιστικό στρατόπεδο συσπειρωνόταν σε μια οικονομική κοινότητα και σύμφωνα με ένα ενιαίο σχέδιο διευθυνόταν από ένα κοινό κέντρο διεύθυνσης, στο οποίο επρόκειτο φανερά να εξελιχθεί το Συμβούλιο Οικονομικής Αλληλοβοήθειας που ιδρύθηκε το 1949, τότε ήταν για τον ιμπεριαλισμό υπαρκτός ο κίνδυνος, αλλά για την ανθρωπότητα υπαρκτή η δυνατότητα αυτό το σοσιαλιστικό στρατόπεδο με το ίδιο βήμα εφόδου, όπως η Σοβιετική Ενωση στα χρόνια 1917-1941, να μειώσει την καθυστέρηση απέναντι στον καπιταλιστικό κόσμο, και στο τέλος του αιώνα να μπορούσε να αλλάξει ο κόσμος έτσι ώστε τη φράση για την καπιταλιστική περικύκλωση της μόνης σοσιαλιστικής χώρας να την αντιστρέψει κανείς και να πρέπει να μιλάει για τη σοσιαλιστική περικύκλωση του υπόλοιπου καπιταλισμού.

Μια τέτοια προοπτική δεν ήταν καθόλου φανταστική. Τους λαούς της Ασίας - της Κορέας, του Βιετνάμ, του Λάος, της Ινδίας, της Ινδονησίας, των Φιλιππίνων - της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής και της Αφρικής τους είχε κεντρίσει η νίκη της Σοβιετικής Ενωσης κατά του Γερμανού και Ιάπωνα εισβολέα, και ενθουσιασμένοι από τη νίκη της κινέζικης λαϊκής επανάστασης είχαν περιέλθει σε κίνηση και είχαν αρχίσει να αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους από τον αποικιακό και ημιαποικιακό ζυγό.

Πάντως καθαρό ήταν τούτο: Οπως το κύριο περιεχόμενο της ιστορίας στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα ήταν ο αγώνας του παλιού καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος ενάντια στο νέο το ανερχόμενο και για την επικράτησή του αγωνιζόμενο σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα, έτσι θα ήταν το κύριο περιεχόμενο και στο δεύτερο ήμισυ, και έτσι ολόκληρου του εικοστού αιώνα, η αντιπαράθεση συστημάτων καπιταλισμού και σοσιαλισμού.

Σε αυτόν τον αγώνα, το καπιταλιστικό κοινωνικό σύστημα είχε ως τώρα να αντιπαραθέσει στο νέο, το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα, μια τεράστια υπεροχή της παραγωγικής ανάπτυξης σε όλους τους τομείς. Ηταν οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά κατά πολύ ισχυρότερο από το σοβιετικό σύστημα που ανήλθε στην εξουσία σε μια ερειπωμένη χώρα με μια αδύνατα αναπτυγμένη και με τον πόλεμο κατά πολύ καταστραμμένη βιομηχανία.

Ωστόσο, αυτό το σύστημα δεν μπόρεσε να εμποδίσει την άνοδο της σοσιαλιστικής εξουσίας σε παγκόσμια δύναμη υπ’ αριθμόν δύο! Οι δυνατότητές του να τα βγάλει πέρα καλύτερα στον επόμενο κύκλο της αντιπαράθεσης, στο δεύτερο ήμισυ του αιώνα, θα ήταν πολύ μικρές αν είχε να αντιπαραθέσει στο σοσιαλισμό, όπως μέχρι τώρα, μόνο την οικονομική υπεροχή.

Αλλά στον πόλεμο ο ιμπεριαλισμός ανάπτυξε στον αγώνα του κατά του σοσιαλισμού δύο νέα όπλα, τα οποία ήλπιζε ότι θα του εξασφαλίσουν μια γρήγορη και οριστική επιτυχία.

Αυτά ήταν πρώτον η ατομική βόμβα και δεύτερο ο δούρειος ίππος του Μπραουντερισμού, του νέου αναθεωρητισμού.

Οι ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι στις 6 και 9 Αυγούστου 1945, με τις οποίες οι πιλότοι των ΗΠΑ έσβησαν τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων Γιαπωνέζων, ήταν, όπως καθένας γνωρίζει ή το λιγότερο όφειλε να γνωρίζει, χωρίς σημασία για την έκβαση του πολέμου. Η ήττα και η σύντομη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας ήταν ήδη βέβαιη. Την ίδια μέρα που ο πιλότος των ΗΠΑ έριξε τη βόμβα στο Ναγκασάκι, την 9η Αυγούστου μπήκε στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας η Σοβιετική Ενωση. Το τι σήμαινε αυτό για την τύχη του πολέμου αναφέρεται στην πεντάτομη «Ιστορία του Πολέμου στον Ειρηνικό Ωκεανό», γραμμένη από Ιάπωνες συγγραφείς: «Αυτή η είδηση ήταν ένα ναρκωτικό πλήγμα για τους ηγέτες της ιαπωνικής κυβέρνησης… Ούτε και αυτή ακόμα η ρίψη της ατομικής βόμβας δεν οδήγησε σε αλλαγές στην κρατική πολιτική, που καθόρισε το Ανώτατο Συμβούλιο Διεξαγωγής του Πολέμου… Αλλά η είσοδος της Σοβιετικής Ενωσης στον πόλεμο κατέστρεψε όλες τις ελπίδες ότι μπορούμε να τον συνεχίσουμε»[24].

Η Σοβιετική Ενωση σύντριψε σε δέκα μόνο μέρες τη μεγαλύτερη γιαπωνέζικη στρατιά, τη στρατιά Κβαντούνγκ στο κινεζικό έδαφος. Στις 2 Σεπτέμβρη ακολούθησε η χωρίς όρους συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας.

Ο πρόεδρος Τρούμαν γνώριζε φυσικά ότι η συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας ήταν άμεσα επικείμενη και χωρίς τη ρίψη της ατομικής βόμβας. Αλλά αυτή η επίδειξη της μοναδικής κατοχής ενός όπλου με ασύγκριτη καταστροφική δύναμη απόβλεπε στην πραγματικότητα σε έναν εντελώς άλλο παραλήπτη - τη Σοβιετική Ενωση. Στους ηγέτες της έπρεπε να ξεκαθαριστεί ότι απειλεί τη χώρα τους η ατομική καταστροφή, αν συνέχιζαν να εμποδίζουν και να προβάλλουν αντίσταση στη νέα τάξη πραγμάτων στον κόσμο, σύμφωνα με τις επιθυμίες και απαιτήσεις των ΗΠΑ.

Αν το μονοπώλιο της κατοχής των ατομικών όπλων ήταν το θαυματουργό όπλο για την εξωτερική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενωσης, ο Μπραουντερισμός που είχε εξελιχθεί σε μοντέρνο αναθεωρητισμό επρόκειτο να είναι το θαυματουργό όπλο για την κατάκτηση του σοσιαλιστικού φρουρίου από τα μέσα.

Ομως πολύ γρήγορα, οι σοβιετικοί ηγέτες με υποστήριξη των ηγετών των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων ματαίωσαν τις ιμπεριαλιστικές ελπίδες, να φέρουν αποτέλεσμα τα θαυματουργά όπλα. Ο πρόεδρος Τρούμαν είχε ήδη στη Διάσκεψη του Πότσνταμ (17.7 - 2.8.1945) προσπαθήσει να πιέσει το Στάλιν σε υποχώρηση, εξαγγέλλοντας ότι οι ΗΠΑ έχουν εξελίξει ένα νέο όπλο με μια ως τώρα άγνωστη καταστρεπτική δύναμη. Ομως προς μεγάλη του απογοήτευση, ο Στάλιν δεν εντυπωσιάστηκε καθόλου από αυτό. Ο Τρούμαν έγραψε αργότερα έκπληκτος ότι «ο Ρώσος πρωθυπουργός δεν έδειξε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον»[25].

Ακόμα χειρότερα: Στις 25 Σεπτέμβρη 1949 έσπασε το ατομικό μονοπώλιο των ΗΠΑ με την επιτυχή δοκιμή μιας σοβιετικής ατομικής βόμβας!

Η σοβιετική ηγεσία υπό την καθοδήγηση του Στάλιν φρόντισε ώστε το όνειρο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού για την πραγματοποίηση της παγκόσμιας κυριαρχίας με τη βοήθεια του μονοπωλίου των ατομικών όπλων να εγκαταλειφθεί.

Δεν είχε καλύτερη τύχη το σπεκουλάρισμα με το δεύτερο θαυματουργό όπλο του ιμπεριαλισμού, το δούρειο ίππο, το μοντέρνο αναθεωρητισμό του Τίτο που είχε γίνει κράτος. Η Τιτοϊκή ηγεσία του ΚΚΓ ακολουθούσε συνειδητά το στόχο της επίτευξης μιας ένωσης της Βουλγαρίας και Αλβανίας με τη Γιουγκοσλαβία με το ψεύτικο πρόσχημα να πραγματοποιηθεί υπό σοσιαλιστικό οιωνό, ο ήδη από τη δεκαετία του είκοσι προπαγανδιζόμενος από την Κομμουνιστική Διεθνή στόχος, για μια Βαλκανική Ομοσπονδία στην πραγματικότητα όμως με στόχο να ιδρυθεί στα Βαλκάνια ένα μπλοκ, που θα διέφευγε από την επιρροή της Σοβιετικής Ενωσης και θα αντέπραττε στα άλλα σοσιαλιστικά κράτη. Αυτός ο στόχος όμως ήταν γνωστός μόνο στο στενότατο κύκλο της ηγεσίας του ΚΚΓ. Προς τα έξω αυτή ακολουθούσε πολιτική που έδινε στους αμύητους την εντύπωση ότι η Γιουγκοσλαβία είναι η χώρα που ακολουθεί πιο πολύ το πρότυπο της Σοβιετικής Ενωσης και ότι είναι πιο πολύ «σοβιετοποιημένη» από όλες τις άλλες. Φαινόταν έτσι και σε εμάς τους συντρόφους της ΓΛΔ. Δε θα ξεχάσω το ακόλουθο επεισόδιο: Στην Κομματική Σχολή του ΕΣΚΓ του Βερολίνου ήταν μια μέρα - θα ήταν Μάης ή Ιούνης 1948 - στο πλάνο διδασκαλίας η εξέλιξη στις χώρες της Λαϊκής Δημοκρατίας. Εισηγητής ήταν ο σύντροφος Κουρτ Σνάιντεβιντ από την ΚΕ του ΕΣΚΓ. Από όλα τα λαϊκοδημοκρατικά κράτη, με τους καλύτερους βαθμούς βαθμολόγησε τη Γιουγκοσλαβία γιατί, όπως είπε, το επίπεδο ανάπτυξης της Γιουγκοσλαβίας σαν σοσιαλιστική χώρα είχε προσεγγίσει περισσότερο από τις άλλες το επίπεδο της Σοβιετικής Ενωσης. Αυτό δε μας προξένησε καμιά έκπληξη γιατί και εμείς όλοι έτσι το βλέπαμε, μια και οι εκθέσεις που διαβάζαμε από τη Γιουγκοσλαβία αυτή την εικόνα έδιναν. Επίσης και στη Σοβιετική Ενωση επί αρκετό διάστημα ακριβώς έτσι έβλεπαν την κατάσταση. Αυτό το επιβεβαίωσε και ο σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Α.Υ. Βυσίνσκι, ο οποίος το καλοκαίρι του 1948 είπε για τις σχέσεις της Γιουγκοσλαβίας με τη Σοβιετική Ενωση: «Μετά τη νίκη κατά της χιτλερικής Γερμανίας αποκαταστάθηκαν μεταξύ της Σοβιετικής Ενωσης και της Γιουγκοσλαβίας αδελφικότατες σχέσεις, λήφθηκαν σημαντικές αποφάσεις να βοηθηθεί οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά στη διεθνή αρένα η Γιουγκοσλαβία, την οποία θεωρούμε σαν έναν από τους πιστότερούς μας και ιδεολογικούς συμμάχους»[26].

Αυτό εξηγεί και το λόγο για τον οποίο το Βελιγράδι καθορίστηκε σαν έδρα του «Γραφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων» κατά την ίδρυσή του το Σεπτέμβρη του 1947[27]. Αυτό εξηγεί επίσης για ποιο λόγο στις αρχές του 1948 φαινόταν να μην υπάρχουν πια εμπόδια για την ίδρυση της Βαλκανικής Ομοσπονδίας, μια και την είχε εγκρίνει και ο Γκεόργκι Δημητρόφ σαν πρωθυπουργός της Βουλγαρίας. Αλλά την άνοιξη του 1948 η γιουγκοσλαβική ηγεσία είχε αρχίσει να εκδηλώνει μια όλο και εχθρικότερη στάση απέναντι στη Σοβιετική Ενωση, πράγμα που οδήγησε τελικά τον Απρίλη του 1948 στην ανάκληση από τη Γιουγκοσλαβία των σοβιετικών συμβούλων και στρατιωτικών ειδικών, αφού προηγούμενα είχαν μείνει χωρίς αποτέλεσμα οι επιστολές και διαμαρτυρίες της σοβιετικής ηγεσίας. Αλλά αυτό ακριβώς προτίθενταν η γιουγκοσλαβική ηγεσία. Αρχισε να υλοποιεί αυτό που είχε αποκαλύψει ήδη το Νοέμβρη του 1944, σαν πρόθεση της Τιτοϊκής ηγεσίας, ο στενότατος συνεργάτης του Τίτο Καρντέλι, στον Τράιτσο Κοστόφ[28], κατά την παραμονή του στη Σόφια:

Οι Αμερικανοί και οι Αγγλοι, έτσι είπε ο Καρντέλι, είναι σταθερά αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν να αποσπαστούν από το μπλοκ των δυτικών δυνάμεων χώρες που πρόκειται να απελευθερωθούν από το σοβιετικό στρατό. Στη βάση αυτή κατά τη διάρκεια του πολέμου έχει επιτευχθεί μεταξύ Τίτο από τη μια και των Αμερικανών και των Αγγλων από την άλλη μια ορισμένη συμφωνία… Ο Καρντέλι δήλωσε ότι η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση έχει την πρόθεση να παρακαλέσει την ΕΣΣΔ να εγκαταλείψουν τα σοβιετικά στρατεύματα τη Γιουγκοσλαβία μόλις τερματιστούν οι πολεμικές επιχειρήσεις πάνω στο έδαφός της. «Αυτό όμως δε φτάνει», έτσι είπε ο Καρντέλι, «τα σοβιετικά στρατεύματα πρέπει να εγκαταλείψουν και τη Βουλγαρία, γιατί οι Αμερικανοί και οι Αγγλοι ενδιαφέρονται εξαιρετικά να μην επικρατήσει η σοβιετική επιρροή νότια του Δούναβη». Ο Καρντέλι παρατήρησε ότι ο Τίτο και γενικά όλη η γιουγκοσλαβική ηγεσία θεωρούν μια άμεση προσάρτηση της Βουλγαρίας στη Γιουγκοσλαβία, σαν το καλύτερο μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου, οπότε η εξαιρετικά δημοφιλής ιδέα στους λαούς της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας για την ομοσπονδία των Νοτιοσλάβων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς το συμφέρον της γιουγκοσλαβικής διεύθυνσης. «Μετά», έτσι μου εξήγησε ο Καρντέλι, «η Βουλγαρία δε θα συνέχιζε να θεωρείται εχθρικό κράτος, θα γίνει συστατικό τμήμα μιας σύμμαχης δύναμης και η παρουσία σοβιετικού στρατού στο έδαφός της θα αποδειχθεί περιττή, μη δικαιολογούμενη με τίποτα».

Η άμεση προσάρτηση δεν έγινε ποτέ γιατί, όπως κατέθεσε ο Κοστόφ, έφθασε κατηγορηματική προειδοποίηση του Γκεόργκι Δημητρόφ, από τη Μόσχα, ότι «δεν πρέπει να βιαστούμε με μια προσάρτηση της Βουλγαρίας στη Γιουγκοσλαβία». «Η ομοσπονδιοποίηση», ειδοποιούσε, «χωρίς προηγούμενη εξωπολιτική προετοιμασία μπορεί να έχει ανεπιθύμητες συνέπειες». Το Μάρτη του 1945 ο Κοστόφ δέχτηκε την επίσκεψη ενός άλλου μέλους της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας, του Μίλοβαν Τζίλας. Αυτός ήταν δυσαρεστημένος διότι ο Κοστόφ δεν είχε επιτύχει να επιβάλει την άμεση προσάρτηση και δήλωσε ότι «παρά την αποτυχία, ο κοινός μας στόχος δε διαγράφεται από την ημερήσια διάταξη»[29].

Για το ζήτημα, πώς επιτέλους μπορεί να πραγματοποιηθεί η προσάρτηση της Βουλγαρίας στη Γιουγκοσλαβία, ο Κοστόφ είχε ακόμα διάφορες συνομιλίες, μεταξύ άλλων και με τον ίδιο τον Τίτο, στην τελευταία συνομιλία μαζί του το Νοέμβρη του 1947. Κατόπιν είχε αρκετές συνομιλίες με τον γιουγκοσλάβο αντιπρόσωπο στη Βουλγαρία Τσίτσμιλ. Στην τελευταία συνομιλία με τον Τσίτσμιλ τον Απρίλη του 1948 αυτός τον πληροφόρησε ότι ο Τίτο του είχε δώσει εντολή «να του αναγγείλει την επικείμενη οριστική διακοπή των σχέσεων μεταξύ Γιουγκοσλαβίας από τη μια και της ΕΣΣΔ και των χωρών της Λαϊκής Δημοκρατίας από την άλλη»[30].

Η εξαγγελθείσα ρήξη από τον Τίτο πραγματοποιήθηκε με την απόρριψη της πρότασης της Σοβιετικής Ενωσης και των άλλων κομμάτων του Γραφείου Πληροφοριών, με το αιτιολογικό ότι το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας σε μια τέτοια σύνοδο θα περιέρχονταν σε μια «μη ισότιμη κατάσταση». Η πρόταση έλεγε «να εξεταστεί κατά τη συνεδρίαση του Γραφείου Πληροφοριών η κατάσταση στο γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα στις ίδιες, κανονικές κομματικο-συντροφικές βάσεις, με τις οποίες συζητήθηκε, στην πρώτη σύνοδο του Γραφείου Πληροφοριών, η δραστηριότητα άλλων Κομμουνιστικών Κομμάτων»[31].

Στο ψήφισμα της συνόδου που πραγματοποιήθηκε μετά από αυτό στο δεύτερο ήμισυ του Ιούνη του 1948 στη Ρουμανία, χωρίς συμμετοχή των αντιπροσώπων του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, από τα άλλα κόμματα του Γραφείου Πληροφοριών - δηλαδή του Βουλγάρικου Εργατικού Κόμματος, του Ρουμάνικου Εργατικού Κόμματος, του Ουγγρικού Κόμματος των Εργαζομένων, του Πολωνικού Εργατικού Κόμματος, του ΚΚ της Σοβιετικής Ενωσης (Μπολσεβίκοι), του ΚΚ Γαλλίας, του ΚΚ της Τσεχοσλοβακίας και του ΚΚ Ιταλίας, λέγεται σχετικά:

«Στην επιδίωξη αποφυγής της δίκαιης κριτικής των αδελφών Κομμάτων του Γραφείου Πληροφοριών, οι Γιουγκοσλάβοι ηγέτες εφεύραν την εκδοχή για τη δήθεν «μη ισότιμη κατάστασή τους». Πρέπει να λεχθεί ότι σε αυτή την εκδοχή δεν είναι καμιά λέξη αληθινή. Είναι γενικά γνωστό ότι τα κομμουνιστικά κόμματα κατά την ίδρυση του Γραφείου Πληροφοριών ξεκίνησαν από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι κάθε κόμμα είναι υποχρεωμένο σε λογοδοσία, το ίδιο ακριβώς όπως κάθε κόμμα έχει δικαίωμα κριτικής στα άλλα κόμματα. Κατά την πρώτη σύνοδο των εννέα κομμουνιστικών κομμάτων το γιουγκοσλαβικό κομμουνιστικό κόμμα έκανε ευρεία χρήση αυτού του δικαιώματος. Η άρνηση των Γιουγκοσλάβων να λογοδοτήσουν για τις ενέργειές τους μπροστά στο Γραφείο Πληροφοριών και να ακούσουν τις κριτικές παρατηρήσεις άλλων κομμουνιστικών κομμάτων σημαίνει πραγματική παραβίαση της ισοτιμίας κομμουνιστικών κομμάτων και είναι ταυτόσημη με την απαίτηση να δημιουργηθεί για το ΚΚΓ προνομιούχα θέση μέσα στο Γραφείο Πληροφοριών».

Τα κόμματα του Γραφείου Πληροφοριών καταλήγουν στο ψήφισμά τους στο αναπόφευκτο συμπέρασμα «ότι η ΚΕ του ΚΚΓ και με αυτό το γιουγκοσλάβικο κομμουνιστικό Κόμμα τίθενται έξω από την οικογένεια των αδελφών κομμουνιστικών κομμάτων, έξω από το ενιαίο κομμουνιστικό μέτωπο και συνεπώς και έξω από τις γραμμές του Γραφείου Πληροφοριών»[32].

Ετσι έληξε η πρώτη προσπάθεια του ιμπεριαλισμού να μπάσει στο παιγνίδι το δεύτερο θαυματουργό του όπλο, την κρατική ενσάρκωση του σύγχρονου αναθεωρητισμού, την Τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία και με αυτήν να ανατινάξει το ενιαίο κομμουνιστικό μέτωπο, με ένα πλήρες φιάσκο και με το προστατευτικό εμβολιασμό του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, κατά των σπερμάτων της αρρώστειας και αποσύνθεσης, που επρόκειτο να εμφυτεύσει σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα αυτό το όπλο. Το ΚΚΣΕ και το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα έμειναν τότε σε λενινιστική ρότα και έτσι στο δρόμο προς μελλοντικές νίκες.


Ο Κουρτ Γκόσβαϊλερ είναι Γερμανός μαρξιστής επιστήμονας. Το κείμενο είναι αποσπάσματα από σειρά πραγματειών του που δημοσιεύτηκαν το 2001 και 2002 στο περιοδικό «Offensiv» και από το έργο του «Ενάντια στον αναθεωρητισμό». Μόναχο 1997.

[1] Γκεόργκι Δημητρόφ: «Ημερολόγια 1933-1943», έκδοση του Aufbau-Verlag Gmbh, Berlin 2000.

[2] Η Επιτροπή πήρε την ονομασία από το διευθυντή της Μίλτον Βολφ, τότε διοικητή του Τάγματος Λίνκολν στην Ισπανία.

[3] Σελ. 515.

[4] Ουίλιαμ Ζ. Φόστερ: «Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος των Ηνωμένων Πολιτειών», Βερολίνο 1956, σελ. 557.

[5] Υψηλόβαθμος Αμερικανός πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, με αποστολή τη διάβρωση ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων.

[6] Ιστορικός, πρώην συνεργάτης του Ινστιτούτου μαρξισμού-λενινισμού της ΚΕ του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας.

[7] Στου Κίσλινγκ, σελ. 100.

[8] Φόστερ, σ. 611.

[9] Ο Γερμανός συγγραφέας Λ. Ρεν αποκρούει δίκαια το χαρακτηρισμό «ισπανικός πόλεμος», γιατί στην πραγματικότητα ήταν πόλεμος των φασιστικών δυνάμεων με δυτική εύνοια ενάντια στην Ισπανική Δημοκρατία.

[10] Μάνφρεντ Μπέρεντ: Επιθέσεις χωρίς ουσία στην «Εργατική Φωνή», αρ. 126, Δεκ. 1999, σ. 32 και συνέχεια.

[11] Αντρέ Μπρι: Στέλεχος και ευρωβουλευτής του γερμανικού «Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού» (ΚΟΔΗΣΟ, σ.μ.).

[12] Archiv der Gegenwart, 1956, σ. 5878

[13] Σ. Αλεξάντερ Τίνσμιτ «Η Εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Ιμρε Νάγκι», στο «Utopie Kreativ”, τεύχος 84, σ. 73.

[14] Δήλωση της Συνόδου αντιπροσώπων Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων των σοσιαλιστικών χωρών (Μόσχα 14 έως 16 Νοέμβρη 1957). Απόφαση της 34ης Συνόδου της ΚΕ του ΕΣΚΓ για τα αποτελέσματα των Συνόδων των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων με την ευκαιρία της 40ης επετείου της Μεγάλης Σοσιαλιστικής Οκτωβριανής Επανάστασης. Βερολίνο 1957, σελ. 15-17.

[15] Δήλωση της Συνόδου αντιπροσώπων των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, Νοέμβρης 1960. Εισήγηση του Βάλτερ Ούλμπριχτ και Απόφαση της 11ης Συνόδου της ΚΕ του ΕΣΚΓ. Βερολίνο, 2η έκδοση 1911, σελ. 60-62.

[16] Μαχητής στον ισπανικό εμφύλιο με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες κατά των φασιστικών στρατευμάτων του Φράνκο.

[17] Δρ. Φρεντ Μύλερ: «Προβλήματα του σοσιαλισμού. Αρθρα για την ιστορία του σοσιαλισμού». Τεύχος 2 του «Offensiv», αρ. 9/2000, σελ. 16, 14.

[18] Σελ. 28, υπογράμμιση από τον Κ. Γκόσβαϊλερ.

[19] Κουρτ Γκόσβαϊλερ: Παρατηρήσεις στο «Εκτίμηση και Κλείσιμο της συζήτησης», του Φρεντ Μύλερ στο «Offensiv», 1/99 και «Offensiv» 4/99, σελ. 39/50.

[20] Καθηγητής δρ. Φρεντ Μύλερ: Οι παρατηρήσεις του Κουρτ Γκόσβαϊλερ στο «Εκτίμηση και Κλείσιμο της συζήτησης», στο «Offensiv» 4/99 και «Offensiv» 6/99, σελ. 52.

[21] MEW (Απαντα Μαρξ – Ενγκελς): «Γράμμα στις 7 Οκτώβρη 1858, τόμ. 29, Βερολίνο 1967, σελ. 358.

[22] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τόμ. 27, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, σελ. 409, 411.

[23] Κουρτ Γκόσβαϊλερ: «Θέσεις για το ρόλο του μοντέρνου αναθεωρητισμού», στο έργο: «Ενάντια στο αναθεωρητισμό». Μόναχο 1997, σελ. 335 και συνέχεια.

[24] «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος 1939-1945. Σύντομη Ιστορία». Βερολίνο (ΓΛΔ) 1988, σελ. 712.

[25] Στο ίδιο, (30), σελ. 697.

[26] Στο βιβλίο «Αναστημένοι από τα ερείπια. Για την επαναστατική κληρονομιά της ΓΛΔ», Ανόβερο, σελ. 164.

[27] Για Ειρήνη και Λαϊκή Δημοκρατία. Εκθεση για τη δράση μερικών κομμουνιστικών κομμάτων στη συνδιάσκεψη στην Πολωνία, το Σεπτέμβρη του 1947. Βερολίνο 1947, σελ. 314.

[28] Tράϊσκο Κοστόφ: Πρώτος γραμματέας της ΚΕ, αναπληρωτής του Γκεόργκι Δημητρόφ, το Μάρτη του 1945, μέχρι την επιστροφή του από τη Μόσχα.

[29] «Τράιτσο Κοστόφ και η ομάδα του», Βερολίνο 1951, σελ. 98, 103.

[30] Στο ίδιο, σελ. 103, 106, 120 και συνέχεια, 129.

[31] «Ανακοινωθέν για τη σύνοδο του Γραφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών Κομμάτων για την κατάσταση στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας». Στο: «Τα διδάγματα από τον εκφυλισμό της γιουγκοσλαβικής κομματικής ηγεσίας». Βερολίνο 1948, σελ. 16.

[32] Στο ίδιο, σελ. 27.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κάθε χρήστης μπορεί να σχολιάσει στο γλόμπινγκ αφού επιλέξει διακριτικό ψευδώνυμο για αποφυγή συγχίσεων είτε με λογαριασμό Google είτε με τη χρήση της υπηρεσίας openID είτε με την απλή επιλογή ονόματος χρήστη.
Προσβλητικά ή υβριστικά σχόλια για συντάκτες ή σχολιαστές θα διαγράφονται. Δεν ενθαρρύνεται η χρήση υβριστικών λέξεων ή εκφράσεων.
Ο σχολιασμός γίνεται με το ελληνικό αλφάβητο και με μικρά γράμματα

Οι διαχειριστές έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε διαγραφή σχολίων που δημιουργούν σκόπιμη ή μη σύγχιση και απομάκρυνση από το θέμα της ανάρτησης.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...